άρθρο του Sheikh Salman Rafi
από το New Eastern Outlook
.
Εν μέσω του (καθοδηγούμενου από στις ΗΠΑ) χάους στη Μέση Ανατολή, η Κίνα συνεχίζει τη γεω – οικονομική της επέκταση, εξάγοντας εκεί μέρος των προϊόντων της και εισάγοντας τεράστιες ποσότητες πετρελαίου. Μάλιστα, η Κίνα είναι πλέον ο μεγαλύτερος εισαγωγέας πετρελαίου παγκοσμίως, ξεπερνώντας τις ίδιες τις ΗΠΑ. Μ’ ένα όχι λιγότερο αξιοσημείωτο τρόπο, το Κινεζικό εμπόριο με τη Μέση Ανατολή έχει αυξηθεί, από περίπου 20 δις. $ πρίν από μία 10ετία, σε κατ’ εκτίμησιν 230 δις. $ το περασμένο έτος, με τον όγκο συναλλαγών να αναμένεται να ξεπεράσει τα 500 δις. $ εώς το 2020. Μία εποχή οικονομικής εστιάσεως στα πλούσια σε πετρέλαιο κράτη του Κόλπου από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη τερματίσθηκε το περασμένο έτος, όταν η Κίνα αντικατέστησε την Ευρωπαϊκή Ένωση ως κύριο εμπορικό εταίρο της περιοχής, παραμερίζοντας τις ΗΠΑ στη δεύτερη θέση.
Περίπου το 70 % του συνολικού εμπορίου της Κίνας διεξάγεται σήμερα με τις έξι χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC): Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ομάν, το Μπαχρέιν, το Κατάρ, το Κουβέιτ και τη Σαουδική Αραβία. Η τελευταία είναι η μεγαλύτερη πηγή εισαγομένου πετρελαίου της Κίνας, ακολουθούμενη από το Ιράν. Από την άλλη πλευρά, οι χώρες του GCC αντιπροσωπεύουν ως σύνολο περίπου το 1/3 των εισαγωγών πετρελαίου της Κίνας. Δεδομένης της εκτάσεως των οικονομικών συμφερόντων που διακυβεύονται, η Κίνα έχει εντείνει τη συμμετοχή της στη Μέση Ανατολή σε μια σειρά από τομείς. Μόλις πρόσφατα, το Πεκίνο ανακοίνωσε ότι θα επιταχύνει τις συνομιλίες για ελεύθερο εμπόριο με το GCC, σε μια προσπάθεια να μειώσει το κόστος εισαγωγών των καυσίμων που είναι κρίσιμα για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας.
Η αναδυόμενη Κινεζική στρατηγική για τη Μέση Ανατολή διαμορφώνεται τόσο από τις σύγχρονες αντιξοότητες που αντιμετωπίζουν στην περιοχή οι ΗΠΑ, όσο κι από ένα σύνολο αρχών της εξωτερικής της πολιτικής που εναντιώνονται προδήλως με αυτές των ΗΠΑ, συνδυαζόμενες με την αποφασιστικότητα να μην επαναληφθούν τα, κατά την Κινεζική εκτίμηση, στρατηγικά σφάλματα και υπολογισμοί που διέπραξαν οι ΗΠΑ. Η Κίνα δεν στοχεύει σε εμπλοκή στη χαοτική γεω-πολιτική της Μέσης Ανατολής. Η Κινεζική στρατηγική, όπως έχει εξελιχθεί, προκρίνει την εξασφάλιση των Κινεζικών οικονομικών συμφερόντων, χωρίς παράληλη ανάφλεξη των πολιτικών εντάσεων στην περιοχή. Αντιθέτως προς τις ΗΠΑ, για τις οποίες η ανάφλεξη των πολιτικών και των εθνοτικών εντάσεων στην περιοχή αποτελούν μέρος του κλασικού στρατηγήματός τους του «διαίρει και βασίλευε», η Κίνα Τείνει να επιβλέπει αυτές οι εντάσεις από απόσταση και να μειώνει διπλωματικά τη σημασία τους όταν πρόκειται να εξασφαλισθεί κάποια διμερής εμπορική συμφωνία. Η πολιτική της Κίνας δεν καθοδηγείται από τις αποκαλούμενες «πραγματικότητες εδάφους». Βασίζεται μάλλον στο συμβιβασμό αυτών των πραγματικοτήτων με το εθνικό της συμφέρον, όποιες κι αν είναι αυτές οι πραγματικότητες, και την ανεύρεση του καταληλότερου τρόπου προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που έχει θέσει.
Παράδειγμα αυτής της πολιτικής είναι αυτή που αναπτύσεται σχετικώς προς την συνεχιζόμενη κρίση στη Συρία. Η πολιτική της Κίνας έναντι της Συρίας, ή τον Assad, πλαισιώνεται από μια έμφαση στις εξωτερικές και όχι στις εγχώριες παραμέτρους της κρίσεως, καθώς και στη σημασία που αποδίδεται στις τυπικές πτυχές των πολιτικών διαδικασιών, όπως οι Κινεζικές επίσημες δηλώσεις και τα αποτελέσματα των εκλογών. Για παράδειγμα, ανεξάρτητα από το εάν η επανεκλογή του Assad ήταν ελεύθερη και δίκαιη, η Κινεζική κυβέρνηση συνέχισε την προσπάθειά της για την εξασφάλιση του εθνικού της συμφέροντος, αντί να περιμένει μια «πραγματική και δημοκρατική» κυβέρνηση να αναλάβει την εξουσία. Ενώ ο κόσμος κραύγαζε εναντίον της «άδικης» επανεκλογής του Assad, οι Κινέζοι ήταν απασχολημένοι με τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών την κυβέρνησή του. Μια τέτοια πολιτική θεώρηση, αν και είναι σε τέλεια λογική συμφωνία προς την αρχή της «μη επεμβάσεως» στις εσωτερικές υποθέσεις οποιουδήποτε κράτους, σημαίνει (κατά ειρωνικό τρόπο) τη δυνητική υποστήριξη της εκάστοτε κυβερνήσεως, ανεξαρτήτως από τον τρόπο με τον οποίο έχει καταλάβει την εξουσία. Παρά τη ρητορική της «μη επεμβάσεως», η πολιτική αυτή έχει μερικές φορές σαν αποτέλεσμα την έμμεση και ασυναίσθητη «υποστήριξη».
Υπό το πρίσμα αυτής της ασυνήθους πολιτικής θεωρήσεως, σχεδόν κάθε χώρα της περιοχής επεδίωξε να επωφεληθεί από μεγαλύτερες εμπορικές και επενδυτικές σχέσεις με την Κίνα, ενώ επιχειρεί να αξιοποιήσει τη γεωπολιτική επιρροή του Πεκίνου – είτε μέσω της στηρίξεως στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, είτε μέσω μίας άμεσης αμυντικής σχέσεως. Στην πραγματικότητα, ακόμα και ορισμένα κράτη φιλικά προς τις ΗΠΑ, απογοητευμένα με τους πολιτικούς χειρισμούς της Ουάσινγκτον στην περιοχή, έχουν αρχίσει να στρέφονται προς την Κίνα ως μια πιθανή, μελλοντικά, εναλλακτική δύναμη στην περιοχή, όσο μέτρια κι αν μοιάζει αυτή προς το παρόν, με όρους πολιτικής και ασφαλείας. Η Κίνα δεν θεωρείται απλώς ως μία εναλλακτική δύναμη, αλλά και ως εναλλακτικός πάροχος όπλων προς τις χώρες του Κόλπου, χώρες που πάντοτε αναζητούν προηγμένα όπλα ώστε να κρατήσουν τις μάζες τους σε συνεχή υποδούλωση. Σύμφωνα με ορισμένες αναφορές, η Κίνα έχει ήδη μετατραπεί σε οριακό, αν και ελκυστικό, πωλητή όπλων στην περιοχή και είναι ένας από τους κορυφαίους εξαγωγείς μικρών όπλων στον κόσμο, με τις χώρες της Μέσης Ανατολής να είναι οι κορυφαίοι αποδέκτες κινεζικών όπλων.
Εκτός απ’ αυτό, η Μέση Ανατολή έχει αποκτήσει κεντρική θέση στον Κινεζικό πρόγραμμα του «Δρόμου του Μεταξιού», έργο το οποίο εστιάζει στην ενσωμάτωση των τεράστιων εδαφικών εκτάσεων μεταξύ Κίνας και Μέσης Ανατολής και με κεντρική αναφορά στις υποδομές, στις μεταφορές, στην ενέργεια, στις τηλεπικοινωνίες, στην τεχνολογία και στην ασφάλεια.
Από την άλλη πλευρά, η επιμονή της Κίνας για την πολυ-πολικότητα, αντιπαραβαλόμενη προς τη συνολική Αμερικανική κυριαρχία στη Μέση Ανατολή, σημαίνει ότι η Αμερικανική θέση στην περιοχή θα πρέπει να επιδεινωθεί περαιτέρω, παρά την προθυμία του Obama να διαβουλεύεται (σε αντίθεση προς τον προκάτοχό του George Boush που θα επιχειρούσε να διασκεδάσει την Κινεζική προσέγγιση). Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όμως, η Κινεζική και η Αμερικανική προσέγγιση στην περιοχή δεν είναι μόνο διαμετρικά αντίθετες, αλλά εμπεριέχουν την πιθανότητα να εμπλέξουν τα δύο κράτη σε μια μίζερη και ανήσυχη σχέση αντιπαλότητος. Παρ’ ότι οι ΗΠΑ και η Κίνα ανταγωνίζονται για ηγεμονία στην Αφρική, είναι απίθανο να εμπλακούν εκεί σε μια έντονη γεω – οικονομική σύγκρουση. Ωστόσο, η Μέση Ανατολή, εκτός των τεράστιων πετρελαϊκών αποθεμάτων της είναι κάτι διαφορετικό, κυρίως λόγω της γεωγραφικής της εγγύτητος με τους βασικούς παγκόσμιους στρατηγικούς ανταγωνιστές των ΗΠΑ: Τη Ρωσσία και την ίδια την Κίνα.
Κατά δεύτερον, η Μέση Ανατολή μπορεί να εξελιχθεί σε ένα δυναμικό σημείο αναφλέξεως μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, εξ’ αιτίας της σημασίας της για την ολοκλήρωση του φιλόδοξου Κινεζικού σχεδίου του «Δρόμου του Μεταξιού». Ο Κινέζος Πρόεδρος Xi Jinping, περιέγραψε το πλαίσιο της πολιτικής της χώρας του στην περιοχή, όταν απηύθηνε έκκληση, τον Ιούνιο του 2013, για την αναβίωση του «Δρόμου του Μεταξιού» με το σύνθημα «Μία Ζώνη, ένας Δρόμος». Δεν υπάρχει αμφιβολία για το γεγονός ότι ο «Δρόμος του Μεταξιού» είναι ένας σημαντικός οδηγός για τη διπλωματία της Κίνας στη Μέση Ανατολή, καθώς οι Αραβικές χώρες βρίσκονται στη δυτική διασταύρωση του «ενός Δρόμου», της κυρίαρχης πολιτικής της «μιάς Ζώνης».
Παρά το φιλόδοξο πρόγραμμα της Κίνας και την ικανότητά της να πυροδοτήσει την ανάπτυξη στη Μέση Ανατολή, η Κίνα δεν μπορεί να «αντικαταστήσει» απλώς τις ΗΠΑ στην περιοχή. Η Κίνα δεν μπορεί να ελπίζει να επωφεληθεί πλήρως από το πρόγραμμά της στην πλέον χαοτική σημερινή κατάσταση, ούτε μπορεί να ελπίζει να επιφέρει την ειρήνη, εξ αιτίας της αυστηρής τηρήσεως της αρχής της «μη επεμβάσεως». Παρ’ ότι η «μη επέμβαση», συνδυασμένη με οικονομικά κίνητρα έχει, μέχρις στιγμής, επιτρέψει αργά βήματα στην Κίνα, είναι πιθανό να αποδειχθεί δύσκολη η διατήρηση αυτής της πορείας, καθώς η κρίση στη Μέση Ανατολή κλιμακώνεται και πιθανώς θα επεκταθεί έξω από την περιοχή. Απόντος του Κινεζικού πολιτικού ενδιαφέροντος για τη Μέση Ανατολή, η Κίνα έχει ανάγκη τις ΗΠΑ, τουλάχιστον προς το παρόν, για να διαχειριστούν την κρίση.
Κι εδώ ακριβώς, βρίσκεται το μεγαλύτερο δίλημμα της Κινεζικής πολιτικής: Δεν μπορεί αντέξει τη συντριπτική επιρροή των ΗΠΑ στην περιοχή, ούτε μπορεί να αντέξει οικονομικά να διαχειριστεί την κρίση από μόνη της. Είναι αυτό ακριβώς το δίλημμα που μπορεί να εμπλέξει την Κίνα και τις ΗΠΑ σε μια δύσκολη σχέση, με την πιθανότητα να κλιμακωθεί σε μια διελκυστίνδα, αν όχι σε μία πλήρη ένοπλη σύγκρουση που θα διεξαχθεί μέσω τρίτων.
Προκειμένου να ξεπεραστεί αυτό το πολιτικό δίλημμα, οι Κινέζοι έχουν αναζητήσει μια πολύπλευρη και πολυδιάστατη προσέγγιση, η οποία βασίζεται στην αρχή της «συνομιλίας με όλους» στην περιοχή, χωρίς να ενοχλείται κανείς. Ωστόσο, η πολιτική αυτή έχει τα όριά της. Παρά το γεγονός ότι η Κίνα έχει γίνει αυτό που κάποιοι θα χαρακτήριζαν και ως «οικονομικό κολοσσό» στην περιοχή, η πολιτική επιρροή της εξακολουθεί να παραμένει ελάχιστη, εξ αιτίας αυτής ακριβώς της πολιτικής της να «συνομιλεί με όλους». Παρά το γεγονός ότι η Κίνα στοχεύει σε ισορροπημένες σχέσεις στην περιοχή, αυτή η εξισορρόπηση είναι εξαιραιτικά δύσκολο να επιτευχθεί, σε μια περιοχή όπου η πολιτική πολύ συχνά ξεπερνά τους πάντες, και όπου δεν υπάρχει καθόλου έλλειψη ορκισμένων πολιτικών εχθρών, πάντα πρόθυμων και έτοιμων για εχθροπραξίες. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο για την Κίνα να σχεδιάσει και να ακολουθήσει μία πολιτική που θα λαμβάνει υπ’ όψιν τις «πραγματικότητες εδάφους» της Μέσης Ανατολής, και αρκετά ευέλικτη ώστε να καταστεί δυνατή η άσκηση πολιτικής, όποτε κρίνεται αναγκαίο. Μια α-πολιτική προσέγγιση για τη Μέση Ανατολή είναι πιθανότερο να περιορίσει, παρά να διευκολύνει. Αντιστρόφως, μια καθαρά οικονομική σχέση είναι πιθανό να οδηγήσει σε μακροχρόνιες απώλειες για την Κίνα, εξ αιτίας της βαθιάς σχέσεως μεταξύ της πολιτικής και της οικονομίας της περιοχής.
Sheikh Salman Rafi, έρευνητής – αναλυτής των Διεθνών Σχέσεων και των εγχωρίων και διεθνών υποθέσεων του Πακιστάν, αποκλειστικά για το διαδικτυακό περιοδικό «Νew Eastern Outlook
.
Απόδοση: Πετροβούβαλος/Αβέρωφ