Ο Ζαν Κλοντ Γιουγκέρ, ένας από τους πλέον διαπλεκόμενους, διεφθαρμένους και απατεώνες πολιτικούς της Ευρώπης όλων των εποχών, ο οποίος βαφτίστηκε από το εγχώριο κατεστημένο ως "φίλος της Ελλάδας", από το βήμα του ΣΕΒ είχε το απίστευτο θράσος να πει προς τους Έλληνες πολίτες:
"Αυτό το πρόγραμμα είναι πολύ περισσότερο από ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης. Πρόκειται για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας και του ελληνικού κράτους, έτσι ώστε να τεθούν σε εφαρμογή οι κατάλληλες συνθήκες για την οικονομική ανάπτυξη και οι κατάλληλες συνθήκες για τις επιχειρήσεις. Πρόκειται για τη διασφάλιση των συντάξεων για τα παιδιά σας και τα εγγόνια σας. Πρόκειται για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, επειδή έχουμε να χρηματοδοτήσουμε με δίκαιο τρόπο τα δημόσια αγαθά. Αυτό έχει να κάνει με την αντιμετώπιση της διαφθοράς και της ευνοιοκρατίας. Πρόκειται για την επιτάχυνση της δικαιοσύνης. Πρόκειται για τη θέσπιση ενός σύγχρονου συστήματος πρόνοιας το οποίο μπορεί να προστατεύσει και να αναδιανείμει σύμφωνα με τις ανάγκες των ανθρώπων, και το οποίο εξασφαλίζει ότι υπάρχει ένα ελάχιστο εισόδημα για τους πλέον ευάλωτους."
Ο κύριος αυτός, πρόεδρος ενός "θεσμού", της Κομισιόν, ο οποίος δεν λογοδοτεί σε κανέναν, απολαμβάνει πλήρη ισόβια ασυλία για να μην μπορεί κανένας πολίτης να τον οδηγήσει στην δικαιοσύνη για όσα λέει και κάνει, ήρθε στην χώρα που βιώνει τη μεγαλύτερη γενοκτονία του πληθυσμού της από την εποχή του πολέμου, για να καυχηθεί για τα εγκλήματα εναντίον της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Ποιά είναι η πραγματικότητα; Όποιος είναι τόσο ηλίθιος ώστε να ζει στον εικονικό κόσμο των επίσημων δηλώσεων και της ευρωπαϊκής νομεκλατούρας, ας διαβάσει τι έχει να πει για την κατάσταση της υγείας του ελληνικού πληθυσμού η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδας. Πού; Στην τελευταία της έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική.
Παραθέτουμε το κεφάλαιο ολόκληρο. Αξίζει να διαβαστεί ολόκληρο για να αντιληφθούν όλοι - ή τουλάχιστον όσοι δεν το έχουν ακόμη αντιληφθεί - ότι μιλάμε για αληθινή γενοκτονία του πληθυσμού αυτής της χώρας σε βάθος πολλών μελλοντικών γενεών Ελλήνων.
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
Οι μεταρρυθμίσεις στον τομέα της υγείας οδήγησαν σε εξοικονόμηση δημόσιων πόρων
Ένας βασικός στόχος πολιτικής των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής 2010-2015 ήταν η μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας και ειδικότερα η αντιμετώπιση χρόνιων παθογενειών, όπως η κακή διαχείριση, η διαφθορά και η μη ορθολογική κατανομή των διαθέσιμων πόρων. Oι μεταρρυθμιστικές ενέργειες που σχεδιάστηκαν στόχευαν στη μείωση των δαπανών, στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς τους και στη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών του συστήματος υγείας.
Με γνώμονα τα ανωτέρω, υιοθετήθηκαν αυστηρότεροι έλεγχοι των οικονομικών δεδομένων των νοσοκομειακών μονάδων και εξοικονομήθηκαν πόροι μέσω της μηχανοργάνωσης και της εισαγωγής του διπλογραφικού λογιστικού συστήματος. Ταυτόχρονα, με τη διενέργεια διαγωνισμών για την προμήθεια υγειονομικού υλικού σε κεντρικό επίπεδο κατέστη δυνατή η αναμόρφωση του συστήματος προμηθειών. Παράλληλα, προωθήθηκε η αναδιάρθρωση και συγχώνευση νοσοκομειακών μονάδων και καθιερώθηκε η ολοήμερη λειτουργία των νοσοκομείων, μέσω της οποίας βελτιώθηκε η προσβασιμότητα των υπηρεσιών υγείας για τους πολίτες και επιτεύχθηκε καλύτερη αξιοποίηση των νοσοκομειακών δομών και του υψηλού επιπέδου ανθρώπινου δυναμικού των νοσοκομείων.
Επιπρόσθετα, ο έλεγχος της φαρμακευτικής δαπάνης και της δαπάνης για διαγνωστικές εξετάσεις βελτιώθηκε με την υλοποίηση της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης. Στον περιορισμό της δαπάνης συνέβαλαν και άλλα μέτρα, όπως η εισαγωγή της “αρνητικής” λίστας φαρμάκων, η μείωση της τιμής των πρωτοτύπων (μετά τη λήξη ισχύος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας) και των γενόσημων φαρμάκων (μέσω υιοθέτησης συστήματος αναφοράς με τα δεδομένα στις τρεις χώρες της ΕΕ με τις χαμηλότερες τιμές), η ενθάρρυνση της χρήσης γενόσημων φαρμάκων και η κατάρτιση “θετικού” καταλόγου φαρμακευτικών προϊόντων.
Ταυτόχρονα, περιορίστηκε το μικτό περιθώριο κέρδους των φαρμακείων και των χονδρεμπόρων φαρμάκων και απελευθερώθηκε το επάγγελμα του φαρμακοποιού, ενώ καθιερώθηκε ο αυτόματος μηχανισμός επιστροφής χρημάτων από τις φαρμακευτικές εταιρίες (clawback) και τα φαρμακεία (rebate).
Τέλος, με την ενοποίηση των ταμείων υγείας, συστάθηκε ο Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) με στόχο τον καθορισμό ενιαίων εισφορών και παροχών υγείας. Ο ΕΟΠΥΥ μετατράπηκε αποκλειστικά σε αγοραστή (και όχι πάροχο) υπηρεσιών υγείας, προκειμένου να επιτυγχάνονται πιο συμφέρουσες συμβάσεις με τους παρόχους υγείας (ιδιωτικές κλινικές και διαγνωστικά κέντρα). Παράλληλα, συστάθηκε το Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (ΠΕΔΥ), κατόπιν της ενοποίησης των δομών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (ΠΦΥ) του ΕΟΠΥΥ και του ΕΣΥ, με στόχο την αντιμετώπιση του κατακερματισμού και της αναποτελεσματικότητας του συστήματος υγείας.
Σημειώνεται ότι από το 2014 και έπειτα διευκολύνθηκε η πρόσβαση των ανασφάλιστων (οι οποίοι εκτιμώνται σε περίπου 2 εκατ. άτομα) στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια περίθαλψη και τους παρασχέθηκε φαρμακευτική κάλυψη, ενώ με το άρθρο 33 του Ν. 4368/2016 προβλέφθηκε ρητά η υγειονομική κάλυψη των ανασφάλιστων καθώς και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Η συμφωνία του Αυγούστου 2015 (Ν. 4336/2015) περιλαμβάνει ειδική αναφορά στην αναγκαιότητα συνέχισης των μεταρρυθμίσεων στον τομέα της υγείας. Ειδικότερα, οι νέες παρεμβάσεις πολιτικής στοχεύουν: α) στον έλεγχο των δημόσιων δαπανών, β) στη διαχείριση των τιμών των φαρμακευτικών προϊόντων, γ) στη βελτίωση της διαχείρισης των νοσοκομείων, δ) στην αύξηση του ποσοστού των νοσοκομειακών προμηθειών που διενεργούνται συγκεντρωτικά και ε) στη διαχείριση της ζήτησης φαρμακευτικών προϊόντων και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης μέσω τεκμηριωμένων πρωτοκόλλων ηλεκτρονικής συνταγογράφησης. Με βάση τα συμφωνηθέντα, επιδιώκεται ο εκσυγχρονισμός των συστημάτων μηχανοργάνωσης και η ανάπτυξη νέου συστήματος ηλεκτρονικού παραπεμπτικού για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια περίθαλψη που να επιτρέπει τη διατύπωση εναλλακτικών οδών περίθαλψης για τους ασθενείς. Ταυτόχρονα επιδιώκεται η ανάθεση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης προς ιδιώτες παρόχους να γίνεται με οικονομικά αποδοτικό τρόπο.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (2016), η δημόσια και ιδιωτική δαπάνη υγείας στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 8,3% του ΑΕΠ το 2014, έναντι 9,8% του ΑΕΠ το 2010. Η δημόσια δαπάνη, κατόπιν των ανωτέρω παρεμβάσεων, αποτελούσε το 59,7% της συνολικής δαπάνης υγείας το 2014, έναντι 70% το 2010. Ειδικότερα, οι δημόσιες δαπάνες στον τομέα της υγείας διαμορφώθηκαν σε 15,6 δισεκ. ευρώ το 2014, δηλαδή περιορίστηκαν κατά 43,6% ή περίπου κατά 6,8 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το 2010 (ΕΛΣΤΑΤ 2016). Σημαντικό μέρος της εξοικονόμησης πόρων αφορά τη δημόσια δαπάνη για φαρμακευτική περίθαλψη, η οποία περιορίστηκε κατά 54,2% (και διαμορφώθηκε σε περίπου 2,6 δισεκ. ευρώ το 2014), καθώς και τη δημόσια δαπάνη για υπηρεσίες περίθαλψης (νοσοκομεία, ιατρούς και αποκατάσταση), η οποία περιορίστηκε κατά 40,9% (σε περίπου 5,2 δισεκ. ευρώ το 2014) την εν λόγω περίοδο.
Αύξηση του μεριδίου της ιδιωτικής χρηματοδότησης στη συνολική δαπάνη υγείας.
Η συνολική ιδιωτική δαπάνη υγείας περιορίστηκε σε ονομαστικούς όρους κατά 13,3% την περίοδο 2010-2014, αντανακλώντας μεταξύ άλλων τα μειωμένα εισοδήματα των νοικοκυριών και διαμορφώθηκε σε 5,7 δισεκ. ευρώ το 2014. Ωστόσο, αύξηση κατά περίπου 22,9% παρουσίασε η ιδιωτική δαπάνη για φαρμακευτική περίθαλψη την περίοδο 2010-2014 (προσεγγίζοντας το 1,9 δισεκ. ευρώ το 2014), εξέλιξη που αντανακλά την αυξημένη συμμετοχή των ασθενών στη δαπάνη του φαρμάκου. Συνολικά, η συμβολή του ιδιωτικού τομέα στη συνολική χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας αυξήθηκε από 29,7% στην αρχή της κρίσης σε 39,0% το 2014. Επίσης, οι δαπάνες υγείας ως ποσοστό των συνολικών δαπανών των νοικοκυριών αυξήθηκαν σε 7,2% το 2014 από 6,5% το 2009. Αύξηση παρουσίασε και το ποσοστό των μηνιαίων δαπανών υγείας των νοικοκυριών για φαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη σε σχέση με τις οδοντιατρικές και ιατρικές υπηρεσίες.
Σε αυτό το σημείο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα πρόσφατης έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ (2015), σύμφωνα με την οποία καταγράφεται αύξηση κατά 10,6% στο ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω που κατανάλωσε φάρμακα, βότανα ή βιταμίνες χωρίς συνταγή γιατρού σε σχέση με το 2009 (από 24,6% το 2009 σε 27,2% το 2014). Τα εν λόγω στοιχεία συμβαδίζουν αφενός με την αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης και αφετέρου με την υποχώρηση των δαπανών για ιατρικές υπηρεσίες.
Οικονομική κρίση και επιπτώσεις στην υγεία των πολιτών
Την περίοδο της οικονομικής κρίσης το ΑΕΠ εμφάνισε σωρευτική υποχώρηση περίπου κατά 26%, ο αριθμός των απασχολουμένων μειώθηκε περίπου κατά 1 εκατομμύριο άτομα, ενώ η ανεργία από 7,8% το 2008 εκτοξεύθηκε σε 27,5% το 2013, ενώ στη συνέχεια υποχώρησε σε 26.5% το 2014 και 24,9% το 2015. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σε αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ (OECD 2016), ο δείκτης κινδύνου σχετικής φτώχειας αυξήθηκε από 12,2% το 2009 σε 16,6% το 2013, ενώ για πρώτη φορά μειώθηκε σε 15,8% το 2014. Ενδιαφέρον είναι το εύρημα μελέτης του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με το οποίο τα τελευταία χρόνια ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ενισχύθηκε κυρίως για τα παιδιά, ενώ παρατηρήθηκε ελαφρά υποχώρηση του αντίστοιχου κινδύνου για την τρίτη ηλικία. Το εύρημα αυτό, σε συνδυασμό με την πολύ υψηλή ανεργία μεταξύ των νέων (περίπου 50%), ενισχύει το ενδεχόμενο η ύφεση να έχει μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις τόσο στο ανθρώπινο κεφάλαιο όσο και στην ευημερία των νέων γενεών.
Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, η οικονομική κρίση, η συσσώρευση χρεών και η υψηλή και αυξανόμενη ανεργία είναι δυνατόν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη σωματική και ψυχική υγεία των πολιτών. Η επίδραση στο γενικό επίπεδο υγείας του πληθυσμού μπορεί να επέλθει είτε μέσω χαμηλότερου ατομικού εισοδήματος, είτε μέσω μικρότερων δημόσιων δαπανών στον τομέα της υγείας. Δηλαδή αφενός μεν η μείωση του ατομικού εισοδήματος και η ανεργία οδηγούν σε μεγαλύτερη νοσηρότητα και μικρότερη χρήση των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, αφετέρου δε ο περιορισμός των δημόσιων δαπανών περιορίζει την προσφερόμενη ποσότητα και υποβαθμίζει την ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών υγείας. Τελικώς, από κοινού συμβάλλουν στην υποβάθμιση του επιπέδου υγείας του πληθυσμού.
Όπως αναφέρουν πρόσφατες μελέτες, η ανεργία και το χαμηλό εισόδημα συνδέονται με εμφάνιση ψυχικών διαταραχών, προβλήματα εθισμού και χρήσης ουσιών, κατανάλωση φθηνών τροφών χωρίς υψηλή διατροφική αξία, κάπνισμα, υπερκατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών ή αύξηση των χρόνιων νοσημάτων και, όπως προαναφέρθηκε, συνοδεύονται από ανεπαρκή αντιμετώπιση των ιατρικών περιστατικών, λόγω υποβάθμισης των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας. Συνολικά, η χαμηλότερη κοινωνικοοικονομική κατάσταση ενός ατόμου (socioeconomic status) συνδέεται με κακή κατάσταση υγείας και αυξημένα επίπεδα νοσηρότητας και θνησιμότητας.
Πρόσφατη μελέτη των Maruthappu et al. (2016) διαπιστώνει στατιστικά σημαντική σχέση ανάμεσα στην ανεργία, τις δημοσιονομικές περικοπές στον τομέα της υγείας και τη θνησιμότητα από καρκίνο σε δείγμα που περιλαμβάνει πάνω από 70 χώρες και πλέον των δύο δισεκατομμυρίων ατόμων την περίοδο 1990-2010. Σύμφωνα με τη μελέτη, μία αύξηση της ανεργίας κατά 1% συνδέεται με επιπλέον 0,37 θανάτους από καρκίνο ανά 100.000 άτομα. Παράλληλα, η περικοπή της δημόσιας υγειονομικής δαπάνης κατά 1% του ΑΕΠ συνδέεται με επιπλέον 0,0053 θανάτους από καρκίνο ανά 100.000 άτομα. Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η οικονομική κρίση του 2008-2010 συνδέεται με επιπλέον 260.000 θανάτους από καρκίνο στις χώρες του ΟΟΣΑ. Επίσης, συμπεραίνουν ότι η γενική υγειονομική κάλυψη (universal health coverage) δύναται να προστατεύσει τον πληθυσμό (ειδικότερα τους άνεργους) σε περιόδους οικονομικής κρίσης εξασθενίζοντας τη θετική συσχέτιση μεταξύ ανεργίας και θανάτων από καρκίνο.
Παράγοντες συμπεριφοράς που επηρεάζουν την υγεία
Όπως έχει επισημανθεί από τη διεθνή βιβλιογραφία, η οικονομική κρίση συνδέεται με την υιοθέτηση λιγότερο υγιεινού τρόπου ζωής, την κατανάλωση φθηνών τροφών χωρίς υψηλή διατροφική αξία, το κάπνισμα, την υπερκατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών και την έλλειψη σωματικής άσκησης, παράγοντες που επιβαρύνουν την υγεία και συμβάλλουν στην εκδήλωση χρόνιων παθήσεων. Τα διαθέσιμα στοιχεία για την Ελλάδα δεν υποδηλώνουν ωστόσο μια δραματική μεταβολή στη συμπεριφορά και τις διατροφικές συνήθειες μέσα στην κρίση.
Ειδικότερα, η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό ενηλίκων καπνιστών μεταξύ των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ και παρουσιάζει αυξητική τάση μεταξύ 2000 και 2013 (το ποσοστό αυτών που καπνίζουν καθημερινά ή συστηματικών καπνιστών από 15 ετών και άνω έχει αυξηθεί από 35% σε 39%, OECD 2015). Νεότερα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφουν μείωση κατά 14,4% του ποσοστού των συστηματικών καπνιστών την περίοδο 2009-2014 και αύξηση κατά 13,3% στο ποσοστό όσων καπνίζουν περιστασιακά.
Υποχώρηση καταγράφεται στην κατανάλωση αλκοόλ, από περίπου 8,5 λίτρα ανά άτομο (15+) ετησίως το 2000 σε 7-7,5 λίτρα ανά άτομο το 2013, όταν ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ ήταν 8,9 λίτρα ανά άτομο. Όπως προκύπτει από την πρόσφατη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, μείωση κατά 28,9% σημειώνεται στο ποσοστό του πληθυσμού (15+) που καταναλώνει καθημερινά ή σχεδόν καθημερινά αλκοολούχα ποτά.
Όσον αφορά την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, που αποτελούν τη βάση της υγιεινής διατροφής, η οποία με τη σειρά της συνιστά βασικό παράγοντα πρόληψης χρόνιων παθήσεων, το 2014 παρατηρείται ελαφρά υποχώρηση του ποσοστού του πληθυσμού (15+) που δηλώνει καθημερινή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών σε σχέση με το 2009. Συγκεκριμένα καταγράφεται μείωση 10,0% στον πληθυσμό (15+) που καταναλώνει καθημερινά φρούτα (2014: 54,6%, 2009: 60,7%) και μείωση κατά περίπου 2,8% στην καθημερινή κατανάλωση λαχανικών (2014: 62,0%, 2009: 63,8%).
Στην Ελλάδα το ποσοστό παχυσαρκίας στον πληθυσμό (15+) ήταν 19,6% το 2013, έναντι 19,0% στον ΟΟΣΑ. Επίσης, η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ όσον αφορά το ποσοστό των υπέρβαρων παιδιών (περιλαμβανομένων και των παχύσαρκων), ενώ αυξητική είναι η τάση του ποσοστού των υπέρβαρων και παχύσαρκων εφήβων τη δεκαετία του 2000 (OECD 2015).
Τέλος, σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2014), το ποσοστό του πληθυσμού που συμμετέχει τακτικά ή αρκετά τακτικά σε φυσική δραστηριότητα έχει αυξηθεί σε 31% το 2013 από 18% το 2009, ωστόσο υπολείπεται ακόμη του μέσου όρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ-28: 41%).
Επιπτώσεις στην υγεία
Αν και απαιτούνται αρκετά χρόνια ώστε να αποκαλυφθούν οι πλήρεις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην υγεία του πληθυσμού, στην Ελλάδα αρκετοί δείκτες υγείας έχουν αρχίσει να επιδεινώνονται. Πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν ότι τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης μειώθηκε το ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει “καλή” ή “πολύ καλή” αυτοαξιολογούμενη υγεία (self-rated health), από 71% το 2006 σε 68,8% το 2011. Σύμφωνα όμως με νεότερα στοιχεία (ΕΛΣΤΑΤ 2015), το ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει “καλή” ή “πολύ καλή” υγεία έχει παραμείνει σταθερό μεταξύ 2009 και 2014.
Ωστόσο, στην ίδια έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφεται σημαντική αύξηση (κατά 24,2%) στον πληθυσμό ηλικίας 15 ετών και άνω (15+) που δηλώνει ότι πάσχει από κάποιο χρόνιο πρόβλημα υγείας ή χρόνια πάθηση (τα περιστατικά χρόνιας νοσηρότητας αυξήθηκαν από 39,7% το 2009 σε 49,3% το 2014). Επίσης, την περίοδο της κρίσης αυξήθηκε το ποσοστό του πληθυσμού (15+) που περιόρισε τις δραστηριότητές του λόγω προβλημάτων υγείας (δείκτης Global Activity Limitation Indicator) από 22,8% το 2009 σε 29,8% το 2014. Η ανοδική τάση στη χρόνια νοσηρότητα του πληθυσμού δύναται να επιδράσει αυξητικά στις μελλοντικές δαπάνες υγείας και να επιβαρύνει τα ασφαλιστικά ταμεία ενώ ενδέχεται να οδηγήσει σε υποχώρηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
Αξιοσημείωτο είναι το εύρημα ότι η σωματική υγεία των παιδιών έχει επηρεαστεί αρνητικά από την οικονομική κρίση. Όπως αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία (βλ. Economou et al. 2014), το ποσοστό των γεννήσεων παιδιών χαμηλού βάρους (κάτω από 2,5 κιλά) στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά 19% την περίοδο 2008-2010, γεγονός που συνδέεται με μακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία και την ανάπτυξη των παιδιών.
Επίσης, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ, έχει ανακοπεί η μακροχρόνια τάση μείωσης της παιδικής θνησιμότητας (θάνατοι βρεφών έως ενός έτους ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων). Συγκεκριμένα, η παιδική θνησιμότητα αυξήθηκε από 2,65 το 2008 σε 3,75 το 2014. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται αφενός στην αύξηση κατά περίπου 10% των θανάτων βρεφών κάτω του ενός έτους και αφετέρου στην υποχώρηση των γεννήσεων κατά 22,1% την προαναφερθείσα περίοδο. Συγκεκριμένα, καταγράφηκαν 92.149 γεννήσεις το 2014, έναντι 118.302 το 2008 (που ήταν η υψηλότερη τιμή της περιόδου 1985-2014). Παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν άμεσα να αποδοθούν στην οικονομική κρίση, η αναστροφή των προηγούμενων τάσεων αποτελεί ιδιαίτερα ανησυχητικό φαινόμενο.
Τέλος, οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην ψυχική υγεία του πληθυσμού είναι σημαντικές και εμφανείς. Για παράδειγμα, δραματική αύξηση παρουσιάζει το ποσοστό του πληθυσμού με συμπτώματα μείζονος κατάθλιψης κατά την περίοδο της κρίσης (βλ. Kentikelenis et al. 2014, Simou and Koutsogeorgou 2014). Το εύρημα επιβεβαιώνεται από επιδημιολογικές έρευνες, σύμφωνα με τις οποίες καταγράφεται ραγδαία αύξηση της μείζονος κατάθλιψης από 3,3% το 2008 σε 6,8% το 2009, 8,2% το 2011 και 12,3% το 2013. Όπως αποτυπώνεται στα στοιχεία της έρευνας υγείας της ΕΛΣΤΑΤ, το 2014 το 4,7% του πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω δήλωσε ότι είχε κατάθλιψη, έναντι 2,6% το 2009.
Σημειώνεται ότι το μεγαλύτερο τμήμα της σχετικής βιβλιογραφίας καταγράφει θετική συσχέτιση μεταξύ της οικονομικής ύφεσης και του ποσοστού αυτοκτονιών (διαΝΕΟσις 2016). Ωστόσο, υπάρχουν μελέτες που υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει συστηματική και αυτόνομη σχέση μεταξύ ανεργίας, ρυθμού ανάπτυξης και ποσοστού αυτοκτονιών. Όπως επισημαίνεται, ο κίνδυνος αυτοκτονικής συμπεριφοράς αυξάνεται όταν υφίστανται οι λεγόμενοι πρωτογενείς παράγοντες κινδύνου (ψυχιατρικές-ιατρικές καταστάσεις), ενώ οι δευτερογενείς (οικονομική κατάσταση) και τριτογενείς (ηλικία, φύλο) παράγοντες επηρεάζουν τον κίνδυνο αυτοκτονίας, μόνο όμως εφόσον προϋπάρχουν πρωτογενείς παράγοντες κινδύνου (διαΝΕΟσις 2016).
Πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ (OECD 2015) για το 2013, μόνο το 79% του πληθυσμού στην Ελλάδα είχε ιατροφαρμακευτική κάλυψη. Το ποσοστό του υγειονομικά ανασφάλιστου πληθυσμού ήταν το υψηλότερο στον ΟΟΣΑ και οφειλόταν στο υψηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας και στην οικονομική αδυναμία αρκετών αυτοαπασχολουμένων να καλύψουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές. Μάλιστα, παρά τις προσπάθειες παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στον ανασφάλιστο πληθυσμό, έχει αυξηθεί το ποσοστό του πληθυσμού (ειδικά των ηλικιωμένων) που δηλώνουν αδυναμία ικανοποίησης των ιατρικών και φαρμακευτικών αναγκών λόγω οικονομικών προβλημάτων (Kentikelenis et al. 2014, διαΝΕΟσις 2016). Για παράδειγμα, 1 στα 6 άτομα χαμηλού εισοδήματος το 2013 δήλωναν αδυναμία ικανοποίησης των ιατρικών τους αναγκών λόγω οικονομικών προβλημάτων (OECD 2015).
Από την έρευνα υγείας για το 2014 της ΕΛΣΤΑΤ (2015) προκύπτει ότι χρειάστηκε και δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να λάβει: α) ιατρική φροντίδα ή θεραπεία το 13,9% του πληθυσμού ηλικίας 15+, β) οδοντιατρική φροντίδα ή θεραπεία το 15,4% του πληθυσμού 15+, γ) υπηρεσίες φροντίδας ψυχικής υγείας το 4,3% του πληθυσμού 15+ και δ) τα φάρμακα που του είχε συστήσει ο γιατρός το 11,2% του πληθυσμού 15+.
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η αδυναμία κάλυψης των ιατρικών και φαρμακευτικών αναγκών των πιο ευαίσθητων ομάδων του πληθυσμού (την περίοδο της κρίσης), έχει αυξηθεί η παρουσία εθελοντικών κοινωνικών ιατρείων σε πολλά αστικά κέντρα (π.χ. Γιατροί του Κόσμου), τα οποία την προ κρίσης περίοδο κάλυπταν κατά κύριο λόγο τις ανάγκες ανασφάλιστων μεταναστών (Kentikelenis et al. 2014, Simou and Koutsogeorgou 2014).
Ωστόσο, με τον Ν. 4368/2016 (άρθρο 33) προβλέπεται η ιατροφαρμακευτική κάλυψη των ανασφάλιστων και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων μέσω του Εθνικού Συστήματος Υγείας.
Παράλληλα έχει παρατηρηθεί μείωση στις εισαγωγές σε ιδιωτικά νοσοκομεία και αντίστοιχη αύξηση των εισαγωγών στα δημόσια νοσοκομεία, εξαιτίας της αδυναμίας κάλυψης των ιδιωτικών δαπανών και λόγω ελλιπούς οργάνωσης της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (οι εισαγωγές σε δημόσια νοσοκομεία διαμορφώθηκαν σε 2,5 εκατ. το 2014 από 1,6 εκατ. το 2009).
Ως συνέπεια, παρατηρήθηκε αύξηση των καθυστερήσεων στην παροχή δημόσιων υπηρεσιών υγείας, η οποία ενισχύθηκε από την έλλειψη κατάλληλων ιατρικών ειδικοτήτων. Όπως προκύπτει από την έρευνα υγείας της ΕΛΣΤΑΤ (2015) για το 2014, χρειάστηκε να λάβει ιατρονοσηλευτική φροντίδα και καθυστέρησε να τη λάβει ή δεν την έλαβε καθόλου α) το 13,1% του πληθυσμού (15+) λόγω μεγάλης λίστας αναμονής, β) το 6,1% του πληθυσμού λόγω μεγάλης απόστασης ή προβλημάτων στη μεταφορά και γ) το 9,4% του πληθυσμού λόγω έλλειψης ειδικοτήτων ιατρών και επαγγελματιών υγείας.
Σύνοψη και συμπεράσματα
Η επί του παρόντος υλοποιηθείσα μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας έχει συμβάλει σημαντικά στην εξοικονόμηση δημόσιων πόρων. Το ζητούμενο πλέον είναι να αξιολογηθεί κατά πόσον οι εν λόγω μεταρρυθμίσεις ενίσχυσαν την αποτελεσματικότητα του συστήματος υγείας βελτιώνοντας τις προσφερόμενες υπηρεσίες, με δεδομένο τον περιορισμό των διαθέσιμων πόρων.
Συνολικά, οι πλήρεις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, συμπεριλαμβανομένης της περικοπής των δημόσιων δαπανών, στην υγεία του πληθυσμού δεν έχουν διαφανεί πλήρως. Αν και εκτιμάται ότι θα απαιτηθούν αρκετά έτη έως ότου διαφανούν, αρκετοί δείκτες σωματικής και ψυχικής υγείας έχουν ήδη αρχίσει να επιδεινώνονται από την έναρξη της οικονομικής κρίσης. Τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία συνηγορούν στην πρόβλεψη ότι τα περιστατικά χρόνιων παθήσεων αναμένεται να αυξηθούν εξαιτίας: α) της μικρότερης ζήτησης για ιατρικές υπηρεσίες λόγω χαμηλότερων εισοδημάτων, β) του αυξημένου άγχους, γ) της υιοθέτησης λιγότερο υγιεινού τρόπου ζωής και δ) της πιθανής υποβάθμισης των προσφερόμενων υπηρεσιών υγείας.
Στο βαθμό που το επίπεδο υγείας των πολιτών, όπως σκιαγραφείται από τους σχετικούς δείκτες σωματικής και ψυχικής υγείας, θα εξακολουθήσει να υποβαθμίζεται, οι δαπάνες υγείας αναμένεται να αυξηθούν μελλοντικά, με αντίστοιχη επιβάρυνση των ασφαλιστικών ταμείων. Επιπρόσθετα, η υποβάθμιση του επιπέδου υγείας των πολιτών δύναται να οδηγήσει σε απώλειες ωρών εργασίας και σε κάμψη της παραγωγικότητας της εργασίας. Οι μακροχρόνιες επιπτώσεις θα μπορούσαν να συνδέονται με χειροτέρευση της γενικής υγείας του πληθυσμού και αναστροφή της ανοδικής τάσης στο προσδόκιμο ζωής.
Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι είναι αναγκαίο η μεταρρυθμιστική πολιτική να επικεντρωθεί περισσότερο στην καλύτερη στόχευση και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών υγείας και λιγότερο στην περαιτέρω περικοπή της δημόσιας δαπάνης. Αυτό που πρέπει να διασφαλιστεί είναι η βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας και η πλήρης κάλυψη του πληθυσμού, ιδιαιτέρως των ανασφάλιστων και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων που έχουν πληγεί περισσότερο από την οικονομική κρίση όπως προβλέπεται και στον Ν. 4368/2016. Περαιτέρω παρεμβάσεις στο σύστημα υγείας θα πρέπει να ενισχύσουν την πρόληψη και έγκαιρη ανίχνευση των ασθενειών, προκειμένου να περιοριστεί αφενός το αυξημένο μελλοντικό κόστος στο σύστημα υγείας και αφετέρου η υποβάθμιση της γενικής υγείας του πληθυσμού.
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδας, Νομισματική Πολιτική, 2015-2016, σελ. 87-96.
Αλήθεια, υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι μπορεί να υπάρξει δραστική αντιστροφή των όρων δραστικής επιδείνωσης της υγείας του πληθυσμού και των μελλοντικών γενεών με το ευρώ και τα εσαεί προγράμματ προσαρμογής; Μόνο με ένα αληθινά δημόσιο και δωρεάν σύστημα υγείας αντίστοιχο στην αξιοπρέπεια και τις ανάγκες της μεγάλης πλειοψηφίας μπορεί να αντιμετωπιστεί η ζωφερή αυτή πραγματικότητα. Κι αυτό δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο αν η Ελλάδα ανακτήσει την εθνική και νομισματική της κυριαρχία ώστε να χρηματοδοτεί χωρίς χρέη τις εθνικές της πολιτικές.