Στην αρχαιότητα αναφέρεται με το όνομα μελία ή μελίη. Σε αρκετές περιοχές της χώρας μας ακόμη και σήμερα αναφέρεται με το ίδιο όνομα «μελιός», αλλά το επικρατέστερο είναι «φράξος». Ο Όμηρος κατ’ επανάληψη αναφέρει το φράξο και ότι εκ του είδους αυτού κατασκευαζόταν τα δόρατα (Ιλιάδα: Ν, 178. Π, 767. Χ, 225). Ο Ησίοδος αναφέρει, ότι ο Ζευς έπλασε την τρίτη γενιά των ανθρώπων ισχυρή όπως το ξύλο της μελιάς («εκ μελιά, δεινόν τε και όβριμον» - Έργα και Ημέραι, 144).
Το όνομα του φυτού πιθανόν να προήλθε από την Νηρηίδα νύμφη Μελία, κόρη του Ωκεανού και σύζυγο του αδελφού της Ινάχου, μητέρα του Φορωνέα και του Αιγιαλέα. Μελία επίσης, ονομαζόταν και μία εκ των ερωμένων του Απόλλωνα, της οποίας τέκνα ήταν ο Ισμίνιος και ο Ταίναρος. Υπήρξε δε και μητέρα του Κεντάυρου Φόλου από την ένωσή της με τον Σιληνό.
Είναι μεγάλο δασικό δένδρο πού τό συναντούμε συχνά στήν
Ελλάδα (κοινώς τό λένε μελιά, μέλιγο, φράξο, φλαμούρι) άλλά δέν είναι ούτε ό πραγματικός
μελιός ουτε τό πραγματικό φλαμούρι).
Ο κορμός το δέντρου έχει δψος ώς έξη μέτρα, είναι ευθύς,
μέ φλοιό λείο. Τά φύλλα του μέ μίσχο, αντίθετα, φτεροειδή, σύνθετα άπό 7-9 φυλλάρια
ωοειδή, οδοντωτά μέ χρώμα άνοιχτοπράσινο. “Ανθη έχει λευκά στήν άκρη τών κλάδων
σέ διάταξη «Φόβης».
Η ρίζα του δένδρου είναι ευθεία, μέ χρώμα γκριζοκόκκινο
εξωτερικά. Ό χυμός του δέντρου μέ γλυκεία γεύση, πού στερεοποιείται, είναι γνωστός
μέ τό δνομα «μάννα». Ό Φράξινος είναι καθαρτικός (εύκοίλιος). Σέ μικρές δόσεις κατευνάζει
τό βήχα.
Τό μάννα παίρνεται σέ δόση 15-30 γραμ. γιά τά παιδιά
(παίρνεται εύκολα γιατί δέν έχει μυρωδιά και είναι γλυκό) και 30-60 γρ. γιά τους
μεγάλους λυωμένο στό νερό, στό γάλα ή σέ καφέ. Φαρμακευτικώς γίνονται παστίλλιες
καί δισκία. Γίνεται ακόμη καί μαρμελάδα.
Τό μάννα περιέχει: ζαχαροκάλαμο, ίμβερτοσάκχαρο, μαννίτη,
γλυώδη ουσία, ρητίνη, οργανικά αλάτια, άζωτουχες ουσίες, δεξτρινη, ανόργανα αλάτια.