Δραματική επιδείνωση της σοβαρής υλικής στέρησης στα ελληνικά νοικοκυριά υποδηλώνουν τα στοιχεία που συνέλεξε η Eurostat για το 2014. Ο δείκτης υλικής στέρησης μετρά το ποσοστό όσων ζουν σε συνθήκες όπου έχουν πληγεί σοβαρά από την έλλειψη πόρων. Ο δείκτης σοβαρής υλικής στέρησης αντιπροσωπεύει το ποσοστό όσων ζουν σε νοικοκυριά που στερούνται επαρκή σίτιση, θέρμανση, τηλέφωνο, έγχρωμη τηλεόραση, τηλέφωνο, ενώ αδυνατούν να έχουν μία εβδομάδα διακοπών μακριά από το σπίτι, ή να εξυπηρετήσουν υποθήκες, ενοίκια, λογαριασμούς κοινής ωφέλειας, κλπ.
Το 2014, από τις χώρες που έστειλαν δεδομένα στην Eurostat, η πιο σημαντική αύξηση της σοβαρής υλικής στέρησης ήταν στην Ελλάδα (+1,4 ποσοστιαίες μονάδες). Ακολουθούν το Βέλγιο και η Ισπανία (και οι δύο +0,8 ποσοστιαίες μονάδες) η Μάλτα (+0,7 ποσοστιαίες μονάδες). Τα ποσοστά φαίνεται να μειώθηκαν σημαντικά στη Βουλγαρία (-9,9 εκατοστιαίες μονάδες), τη Λετονία (-4.8 ποσοστιαίες μονάδες), την Πολωνία (-1,5 εκατοστιαίες μονάδες), την Ουγγαρία (- 2,9 ποσοστιαίες μονάδες), την Εσθονία (-1,4 εκατοστιαίες μονάδες), την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο (και οι δύο -1.0 ποσοστιαίες μονάδες).
Στην Ελλάδα το ποσοστό του συνολικού πληθυσμού της χώρας που βρίσκεται σε σοβαρή υλική στέρηση ανερχόταν το 2012 στο 19,5%, το 2013 στο 20,3% και το 2014 ανέβηκε στο 21,7%. Μιλάμε δηλαδή για πάνω από 2,1 εκατομμύρια Έλληνες σε κατάσταση σοβαρής υλικής στέρησης. Είναι κι αυτή μια από τις πιο κρίσιμες πλευρές του success story των πρωτογενών πλεονασμάτων και της δήθεν ανάκαμψης.
Αξίζει επίσης να δει κανείς ποιός τύπος νοικοκυριών δέχεται το μεγαλύτερο πλήγμα. Το ποσοστό των νοικοκυριών με έναν ενήλικο και εξαρτώμενα παιδιά που αντιμετωπίζουν σοβαρή υλική στέρηση ανέρχεται στο 35,7%. Το ποσοστό των νοικοκυριών με δύο ενήλικα μέλη και τρία ή περισσότερα παιδιά ανέρχεται στο 30,8%. Ενώ ο τύπος των νοικοκυριών που εμφανίζει το μικρότερο συγκριτικά ποσοστό σοβαρής υλικής στέρησης είναι με δυο ενήλικες εκ των οποίων τουλάχιστον ο ένας είναι άνω των 65 ετών. Το ποσοστό με σοβαρή υλική στέρηση ανέρχεται στο 13,4%.
Με άλλα λόγια, το νοικοκυριό που έχει παιδιά σήμερα στην Ελλάδα τιμωρείται με σοβαρή υλική στέρηση, ενώ η σύνταξη λειτουργεί ως σωσσίβιο. Προς το παρόν. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που οι ηλικίες οι οποίες πλήττονται περισσότερο από τη φτώχεια και την εξαθλίωση στην Ελλάδα είναι οι ανήλικοι. Το ποσοστό των μικρότερων από 18 ετών που αντιμετωπίζει σοβαρή υλική στέρηση ήταν 23,3% το 2013 και 24,2% το 2014.
Στις κατεξοχήν εργάσιμες ηλικίες 18-64 ετών το ποσοστό ανερχόταν σε 21,6% το 2013 και σε 23,1% το 2014. Ενώ στις ηλικίες άνω των 65 ετών το ποσοστό ανερχόταν σε 13,7% το 2013 και 15,4% το 2014. Δηλαδή, η χειρότερη ηλικία για να ζεις στην Ελλάδα σήμερα είναι να είσαι ανήλικος, κάτω από 18 ετών, ενώ η καλύτερη να είσαι συνταξιούχος, άνω των 65 ετών.
Τα δεδομένα αυτά δεν πρέπει να τα θεωρήσουμε απλά σαν μια συνεπεια των πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης που ακολουθεί η χώρα. Πρόκειται για την κοινωνική κατάσταση που επιτρέπει τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής. Οι ανήλικοι δεν μπορούν να αντιδράσουν. Οι γονείς τους τρέχουν από το πρωί μέχρι το βράδι με την ελπίδα του επιούσιου κι έτσι κρέμονται από όποιον τους τάζει λαγούς με πετραχείλια. Ενώ οι συνταξιούχοι τρέμουν μήπως και χάσουν τη πενιχρή σύνταξη. Κι έτσι καθώς διαλύεται ο κοινωνικός ιστός, το πολιτικό προσωπικό της χώρας μπορεί ανεμπόδιστα να συνεχίζει την κατεδάφιση της χώρας τάζοντας συσσίτια και κουπόνια σίτισης σ' όσους έχουν χάσει κάθε ελπίδα και αξιοπρέπεια.