Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ
Μες στις παινεμένες χώρες, Χώρα
παινεμένη, θά ‘ρθει κι η ώρα,
και θα πέσεις, κι από σέν’ απάνου η Φήμη
το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.
Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμι
Θά ‘ρθει κι η ώρα· εσένα ήταν ο δρόμος
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,
σαν το δρόμο του ήλιου· γέρνεις· όμως
το πρωί για σε δε θα γυρίσει.
παινεμένη, θά ‘ρθει κι η ώρα,
και θα πέσεις, κι από σέν’ απάνου η Φήμη
το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.
Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμι
Θά ‘ρθει κι η ώρα· εσένα ήταν ο δρόμος
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,
σαν το δρόμο του ήλιου· γέρνεις· όμως
το πρωί για σε δε θα γυρίσει.
Και θα σβήσεις καθώς σβήνουνε λιβάδια
από μάισσες φυτρωμένα με γητειές·
πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια
και από τις δροσοσταλαματιές·
θα σε κλαιν’ τα κλαψοπούλια στ’ αχνά βράδια
και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.
από μάισσες φυτρωμένα με γητειές·
πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια
και από τις δροσοσταλαματιές·
θα σε κλαιν’ τα κλαψοπούλια στ’ αχνά βράδια
και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.
Και την έκοβε του οχτρού σου την ορμή
της χυτής σου της φωτιάς το θάμα·
και στο κάστρο σου σπρωγμέν’ η Ανατολή
λυσσομάναε με τη Δύση αντάμα.
Και κρατούσες των αρμάτων την πλημμύρα,
κι ορθός κι άσειστος της δύναμής σου ο κάβος·
λυγισμένοι ομπρός σου
νά κι ο Τούρκος, νά κι ο Φράγκος, νά κι ο Σλάβος.
Στη χυτή σου τη φωτιά, ώ! τι μοίρα!
Καιρούς κι αιώνες έκαιες τον οχτρό σου·
στη χυτή σου τη φωτιά, ώ! τι μοίρα!
μόνη σου θα πέσεις να καείς,
τρισαλπελπισμένη της ζωής.
της χυτής σου της φωτιάς το θάμα·
και στο κάστρο σου σπρωγμέν’ η Ανατολή
λυσσομάναε με τη Δύση αντάμα.
Και κρατούσες των αρμάτων την πλημμύρα,
κι ορθός κι άσειστος της δύναμής σου ο κάβος·
λυγισμένοι ομπρός σου
νά κι ο Τούρκος, νά κι ο Φράγκος, νά κι ο Σλάβος.
Στη χυτή σου τη φωτιά, ώ! τι μοίρα!
Καιρούς κι αιώνες έκαιες τον οχτρό σου·
στη χυτή σου τη φωτιά, ώ! τι μοίρα!
μόνη σου θα πέσεις να καείς,
τρισαλπελπισμένη της ζωής.
Και χορό τριγύρω σου θα στήσουν
με βιολιά και με ζουρνάδες
γύφτοι, οβραίοι, αράπηδες, πασάδες,
και τα γόνατα οι τρανοί σου θα λυγίσουν,
και θα γίνουν των ραγιάδων οι ραγιάδες
και τ’ αγόρια σου τ’ αγνά θα τα μολέψουν
με τ΄ αγκάλιασμά τους οι σουλτάνοι,
και τα λείψανά σου θα τα κλέψουν
οι ζητιάνοι.
με βιολιά και με ζουρνάδες
γύφτοι, οβραίοι, αράπηδες, πασάδες,
και τα γόνατα οι τρανοί σου θα λυγίσουν,
και θα γίνουν των ραγιάδων οι ραγιάδες
και τ’ αγόρια σου τ’ αγνά θα τα μολέψουν
με τ΄ αγκάλιασμά τους οι σουλτάνοι,
και τα λείψανά σου θα τα κλέψουν
οι ζητιάνοι.
Χώρα τρισκατάρατη απ’ τα ύψη
σε ποια βύθη, χώρα αμαρτωλή!
Και κανένας να σου δώσει δε θα σκύψει
του θανάτου το στερνό φιλί.
σε ποια βύθη, χώρα αμαρτωλή!
Και κανένας να σου δώσει δε θα σκύψει
του θανάτου το στερνό φιλί.
Και το πέσιμό σου θα βροντήξει
κι ένα μοιρολόι σου θα ουρλιάσει,
και το μοιρολόι σου θα το πνίξει
από πάνω σου αλαλάζοντας μια πλάση.
κι ένα μοιρολόι σου θα ουρλιάσει,
και το μοιρολόι σου θα το πνίξει
από πάνω σου αλαλάζοντας μια πλάση.
Μια καινούρια πλάση, μια γεννήτρα
θα φουντώσει απ’ τα χαλάσματά σου,
κάθε δύναμης και χάρης σου απαρνήτρα,
διαλαλήτρα μοναχά της ασχημιάς σου.
Πλάση αταίριαστη μ’ εσέ και ξένη,
κι ας την έχεις με το γάλα σου ποτίσει·
την πατάει τη στέρφα γη σου και διαβαίνει,
κι όπου πάτησε αναβρύζει και μια βρύση.
θα φουντώσει απ’ τα χαλάσματά σου,
κάθε δύναμης και χάρης σου απαρνήτρα,
διαλαλήτρα μοναχά της ασχημιάς σου.
Πλάση αταίριαστη μ’ εσέ και ξένη,
κι ας την έχεις με το γάλα σου ποτίσει·
την πατάει τη στέρφα γη σου και διαβαίνει,
κι όπου πάτησε αναβρύζει και μια βρύση.
Κι η Ψυχή σου, ω Πολιτεία,
κολασμένη από την αμαρτία,
νεκρή αφήνοντας εσένα
θα πλανιέται κυνηγώντας άλλη γέννα.
Σάμπως να είναι πουλημένη σε δαιμόνους
θα σπαράζει και θα πλέει μές στα σκοτάδια,
και ίσκιος θα είναι μέσα στ’ άδεια,
μες στην άβυσσο μια βάρκα·
κι ο ίσκιος ύστερα θα παίρνει σάρκα
κι η βάρκα ύστερα θα φτάνει
σε ξεσκέπαστο ανεμόδαρτο λιμάνι.
Και θα ζεις ξανά στους τόπους και στους χρόνους
και στις ιστορίες των εθνών
και στους κύκλους των αιώνων
θα μαυρολογάς, των ξεπεσμών
ω Ψυχή, και των αδόξαστων αγώνων.
Κι η Ψυχή σου, Πολιτεία καταραμένη,
δε θα βρει ν’ αναπαυτεί·
του Κακού τη σκάλα από σκαλί
σε σκαλί θα τήνε κατεβαίνει,
κι όπου πάει κι όπου σταθεί,
σε κορμί χειρότερο θα μπαίνει.
κολασμένη από την αμαρτία,
νεκρή αφήνοντας εσένα
θα πλανιέται κυνηγώντας άλλη γέννα.
Σάμπως να είναι πουλημένη σε δαιμόνους
θα σπαράζει και θα πλέει μές στα σκοτάδια,
και ίσκιος θα είναι μέσα στ’ άδεια,
μες στην άβυσσο μια βάρκα·
κι ο ίσκιος ύστερα θα παίρνει σάρκα
κι η βάρκα ύστερα θα φτάνει
σε ξεσκέπαστο ανεμόδαρτο λιμάνι.
Και θα ζεις ξανά στους τόπους και στους χρόνους
και στις ιστορίες των εθνών
και στους κύκλους των αιώνων
θα μαυρολογάς, των ξεπεσμών
ω Ψυχή, και των αδόξαστων αγώνων.
Κι η Ψυχή σου, Πολιτεία καταραμένη,
δε θα βρει ν’ αναπαυτεί·
του Κακού τη σκάλα από σκαλί
σε σκαλί θα τήνε κατεβαίνει,
κι όπου πάει κι όπου σταθεί,
σε κορμί χειρότερο θα μπαίνει.
Και θα ‘ρθει μια μέρα, μαύρη μέρα!
Και η Ψυχή σου, ω Πολιτεία,
θα κατασταλάξει πέρα, πέρα
στην καμαρωμένη Γη,
στου ήλιου τη χαρά, στ’ Απρίλη τον αέρα.
Και στο φως θα βγει,
και ξαφνίζοντας τον ήλιο,
σα θρεμμένο απ’ το δικό σου αίμα,
ένα γέλιο, ένα παράλλαμα, ένα ψέμα
ένα κλάμα, ένα ΒΑΣΙΛΕΙΟ.
Και η Ψυχή σου, ω Πολιτεία,
θα κατασταλάξει πέρα, πέρα
στην καμαρωμένη Γη,
στου ήλιου τη χαρά, στ’ Απρίλη τον αέρα.
Και στο φως θα βγει,
και ξαφνίζοντας τον ήλιο,
σα θρεμμένο απ’ το δικό σου αίμα,
ένα γέλιο, ένα παράλλαμα, ένα ψέμα
ένα κλάμα, ένα ΒΑΣΙΛΕΙΟ.
Ο δικέφαλος αητός σου να! μακριά
μακριά πέταξε με τ’ άξια και με τ’ άγια
και θα ισκιώσουν τα τετράπλατα φτερά
λαούς άλλους, κορφές άλλες, άλλα πλάγια.
Προς τη Δύση και προς το Βοριά
την κορώνα φέρνει, και κρατά
-και τα νύχια του είν’ αρπάγια-
και τη δόξα και τη δύναμη κρατά·
και το γέλιο, και το ψέμα το Βασίλειο
που γεννήθηκε από σένα μες στον ήλιο,
κοίτα, Θεέ! θα σέρνεται μπροστά
σα μπαλσαμωμένη κουκουβάγια.
Μ’ όλα σου θα ζει τα χαμηλά,
με καμιά σου δε θα ζει μεγαλοσύνη,
κι οι προφήτες που θα προσκυνά,
νάνοι κι αρλεκίνοι.
Και σοφοί του και κριτάδες
του άδειου λόγου οι τροπαιούχοι,
και διαφεντευτάδες
κυβερνήτες του οι ευνούχοι.
μακριά πέταξε με τ’ άξια και με τ’ άγια
και θα ισκιώσουν τα τετράπλατα φτερά
λαούς άλλους, κορφές άλλες, άλλα πλάγια.
Προς τη Δύση και προς το Βοριά
την κορώνα φέρνει, και κρατά
-και τα νύχια του είν’ αρπάγια-
και τη δόξα και τη δύναμη κρατά·
και το γέλιο, και το ψέμα το Βασίλειο
που γεννήθηκε από σένα μες στον ήλιο,
κοίτα, Θεέ! θα σέρνεται μπροστά
σα μπαλσαμωμένη κουκουβάγια.
Μ’ όλα σου θα ζει τα χαμηλά,
με καμιά σου δε θα ζει μεγαλοσύνη,
κι οι προφήτες που θα προσκυνά,
νάνοι κι αρλεκίνοι.
Και σοφοί του και κριτάδες
του άδειου λόγου οι τροπαιούχοι,
και διαφεντευτάδες
κυβερνήτες του οι ευνούχοι.
Και θα φύγεις κι απ’ το σάπιο το κορμί,
ω Ψυχή παραδαρμένη απ’ το κρίμα,
και δε θά ‘βρει το κορμί μια σπιθαμή
μες στη γη για να την κάμει μνήμα,
κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι,
να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,
κι ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.
ω Ψυχή παραδαρμένη απ’ το κρίμα,
και δε θά ‘βρει το κορμί μια σπιθαμή
μες στη γη για να την κάμει μνήμα,
κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι,
να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,
κι ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.
Όσο να σε λυπηθεί
της αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώσει μιαν αυγή,
και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
ω Ψυχή παραδαρμένη απ’ το κρίμα!
Και θ’ ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν τον κόρφο το γυναίκειο, σαν το κύμα,
και μη έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου κακού τη σκάλα, –
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!
της αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώσει μιαν αυγή,
και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
ω Ψυχή παραδαρμένη απ’ το κρίμα!
Και θ’ ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν τον κόρφο το γυναίκειο, σαν το κύμα,
και μη έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου κακού τη σκάλα, –
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!
Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ είναι ένα συνθετικό ποίημα που δημοσιεύτηκε το 1907. Σ’ αυτό ο Γύφτος παρουσιάζεται ως σύμβολο της ελεύθερης, αδούλωτης ψυχής και της δημιουργικής δράσης που δε σταματάει πουθενά, δεν υποτάσσεται σε τίποτε, αλλά προχωρεί συνεχώς γκρεμίζοντας τα παλιά και τα σάπια και χτίζοντας τα καινούρια και τα γερά.
Ο Προφητικός είναι ο όγδοος από τους δώδεκα λόγους και ο πιο παλιός. Γράφτηκε το 1899, δηλαδή την επαύριο της εθνικής ταπείνωσης του ’97 . Σ’ αυτόν ο ποιητής, βαθιά πληγωμένος, εκφράζει τη συνείδηση του έθνους του. Το σκηνικό τοποθετείται στο Βυζάντιο και τα γεγονότα μετατρέπονται σε προφητείες. Βλέπουμε στην Πόλη το βασιλιά να διασκεδάζει, να παίρνει μέρος σε αγώνες σαν άλλος Νέρωνας και να αποθεώνεται από τους κόλακες και τους αυλόδουλους. Ο Τούρκος πλησιάζει, αλλά όλοι μένουν αδιάφοροι, παραδομένοι στη διαφθορά. Κανένας δεν ακούει τη φωνή των ακριτών. Ο ποιητής-προφήτης τα βλέπει όλ’ αυτά, αγανακτεί και προλέγει το χαμό της πολιτείας. Ο πόνος του για τον ξεπεσμό και το κατάντημα που βλέπει, φτάνει ως τα όρια της απελπισίας και από κει αναδύεται ένα όραμα ελπίδας και αισιόδοξο μήνυμα εθνικής αναγέννησης.
Πηγή ποιήματος: pdf
Πηγή επεξηγηματικού κειμένου: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β Λυκείου