Όταν πρωτοέγραψα αυτό το άρθρο είχα μεταφράσει τον αγγλικό όρο “cognitive dissonance” ως “γνωσιακή αντίφαση”, ένας όρος που δε με ξετρέλαινε, αλλά ήταν αρκετά ακριβής. Τις προάλλες, σε μια συζήτηση με ένα φίλο μου ψυχολόγο, μου είπε πως ο ελληνικός όρος είναι “γνωστική ασυμφωνία”, οπότε διόρθωσα τον όρο σε όλο το κείμενο.
Σύμφωνα με τους Μάρτυρες του Ιεχωβα η Δευτέρα Παρουσία έπρεπε να γίνει 1914. Όταν τίποτα δεν έγινε το 1914 ένα θεολογικό τερτίπι τους αυτοδικαίωσε και η ημερομηνία για το τέλος του κόσμου μετατέθηκε για το 1925 και μετά από άλλη μια χλαπάτσα, ξαναμετατέθηκε το 1975. Εδώ θα έπρεπε να παίζει μουσική υπόκρουση το “Κι όμως είμ’ακόμα εδώ”. Προσωπικά πάντα απορούσα πώς και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δε διαλύθηκαν μετά από τόσες αποτυχημένες προφητείες. Την απάντηση μας τη δίνει η ψυχολογία και η θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας.
ΠΕΡΙΕΧΟMENA |
Η γνωστική ασυμφωνία (cognitive dissonance, όπως είναι ο πρωτότυπος όρος) αναφέρεται στο εξαιρετικά άσχημο συναίσθημα όταν κάποιος συνειδητοποιεί ότι αποδέχεται δύο φανερά αντιφατικές απόψεις. Ο όρος προτάθηκε από τους ψυχολόγους Leon Festinger, Henry W. Riecken και Stanley Schachter στο βιβλίο τους “Όταν διαψεύδονται οι προφητείες” (“When prophecy fails”) το 1956.
Η έρευνά τους στη συμπεριφορά διαφόρων θρησκευτικών ομάδων που ανέμεναν την εκπλήρωση κάποιας προφητείας, ουσιαστικά έδειξε ότι ένας πιστός αντιμέτωπος με μια αποτυχημένη προφητεία, θα προτιμήσει να βρει κάποια δικαιολογία για να αιτιολογήσει την αποτυχία και δε θα εγκαταλείψει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Για την ακριβεία, η πρώτη αυτή μελέτη έδινε έμφαση στην προσπάθεια προσυλητισμού μετά την αποτυχία. Η αρχική μελέτη αυτή έχει κριθεί ελλιπής και τα πορίσματά της έχουν επεκταθεί πλέον για να συμπεριλάβουν και συμπεριφορές πέρα από τον προσυλητισμό.
Το θέμα της αντιμετώπισης της γνωστικής ασυμφωνίας αναπτύσσεται στο δοκίμιο του καθηγητή κοινωνιολογίας Lorne L. Dawson, “When prophecy fails and faith persists: A theoretical overview” το οποίο περιλαμβάνει αρκετά ενδιαφέροντα παραδείγματα (οι παραπομπές σε σελίδες αφορούν αυτό το δοκίμιο). Σε γενικές γραμμές οι ομάδες που πρέπει να αντιμετωπίσουν κάποια αποτυχημένη προφητεία ακολουθούν τις εξής παρατηρημένες τρεις στρατηγικές:
- Εκλογίκευση: Η ομάδα προσπαθεί να ερμηνεύσει την αποτυχία της στα θεολογικά της πλαίσια. Η αποτυχία ερμηνεύεται ως δοκιμασία της πίστης, ώστε να φανεί ποιος θα μείνει πιστός και ποιος όχι, ως ανθρώπινο σφάλμα (π.χ. κακός υπολογισμός, σφάλμα στην επικοινωνία με το θείο κ.λπ), η αποτυχία αποδίδεται σε τρίτους ή και στα μέλη της ομάδας ή η προφητεία φέρεται ότι εκπληρώθηκε, αλλά σε πνευματικό επίπεδο (πνευματικοποίηση· τα στοιχεία που εμφανίζονταν ως υλικά στην προφητεία ερμηνεύονται ως πνευματικοί συμβολισμοί). (σελ.65-68)
- Επαναδιαβεβαίωση: Ουσιαστικά είναι οι προσπάθειες ανασυγκρότησης και σταθεροποίησης του ενδοθρησκειακού κοινωνικού ιστού. Εννοείται ότι όσο πιο γρήγορα κινηθεί η διαδικασία, τόσο μειώνονται οι πιθανότητες πλήρους αποσταθεροποίησης. (σελ.69)
- Προσυλητισμός: Η ομάδα προσπαθεί να αντιμετωπίσει τη γνωστική ασυμφωνία της αποτυχημένης προφητείας φέρνοντας κι άλλους στην ομάδα (δηλαδή προσπαθούν να πείσουν τους απίστους ότι έχουν δίκιο και οι επιτυχίες, τους βοηθούν να νιώσουν μεγαλύτερη σιγουριά). Αυτή είναι η μέθοδος (κατά τη γνώμη μου) λειτουργει συμπληρωματικά με τις άλλες δύο. (σελ.64)