Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

Ο ΠΑΝΙΚΟΣ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ




Η μη συμβατική πολιτική πλησιάζει στο τέλος της, χωρίς να έχει βρεθεί ο τρόπος της ομαλής αντικατάστασης της – οπότε θα οδηγηθούμε σε αχαρτογράφητα νερά με κίνδυνο να καταρρεύσει το σημερινό χρηματοπιστωτικό σύστημα

«Όπως θα συμπεράνει κανείς από την ανάλυση που ακολουθεί, το να κατηγορεί κανείς τους Έλληνες, ισχυριζόμενος πως η χρεοκοπία της χώρας τους ήταν το αποτέλεσμα του καταναλωτικού δανεισμού τους, καθώς επίσης της αποβιομηχανοποίησης της Ελλάδας από τους ίδιους, είναι εντελώς παράλογο από οικονομικής πλευράς – αφού όλες αυτές οι «διαστρεβλώσεις» ήταν το αποτέλεσμα της νομισματικής πολιτικής, η οποία ασκείτο από την ΕΚΤ, της ευρωπαϊκής (ΕΕ) πολιτικής ανάπτυξης, καθώς επίσης της δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία όφειλε να ελέγχεται από την Κομισιόν.

Επίσης της συμπαιγνίας της ΕΚΤ με τη Γερμανία (ανάλυση), συμπεριλαμβανομένων των εγγενών ελαττωμάτων του ευρώ (άρθρο) – ενώ οι αποτυχίες μετά το 2010 οφείλονται τεκμηριωμένα στις λανθασμένες συνταγές των μνημονίων (ανάλυση), στην πολιτική λιτότητας, καθώς επίσης στην εσφαλμένη διάγνωση του ΔΝΤ (άρθρο).

Φυσικά ευθύνονται για πολλά άλλα και οι ίδιοι οι Έλληνες, ειδικά όσον αφορά την επιλογή των εκάστοτε κυβερνήσεων τους – αν και δεν είχαν/έχουν σχεδόν ποτέ σοβαρές εναλλακτικές λύσεις. Οι ευθύνες τους όμως αυτές είναι οι μικρότερες.

Τέλος, μπορεί η Ελλάδα να συνεχίζει να βρίσκεται στη δίνη του κυκλώναμε τη δαμόκλειο σπάθη της χρεοκοπίας, καθώς επίσης της εξόδου της από το ευρώ ακόμη επίκαιρη, κανένας όμως δεν μπορεί να την κατηγορήσει ότι θέτει σε κίνδυνο την παγκόσμια οικονομία – αφού το χρέος της αντιπροσωπεύει ένα ελάχιστο ποσοστό του συνολικού, το οποίο είναι ασφαλώς αμελητέο, απέναντι στα συνεχώς αυξανόμενα βουνά χρεών στον πλανήτη».
.
Ανάλυση

Η αμερικανική κεντρική τράπεζα, ουσιαστικά μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος ποσοτικής διευκόλυνσης (QE) πριν από έναν περίπου χρόνο, προετοιμάζει σταδιακά τις αγορές για την «εξομάλυνση» των βασικών επιτοκίων – τα οποία διατηρεί επί έξι περίπου έτη σε μηδενικά επίπεδα, έχοντας προκαλέσει τη δημιουργία υπερβολών στα πάγια περιουσιακά στοιχεία (μετοχές, ακριβά ακίνητα κλπ.).

Αυτή η απαλή, προσεκτική μεν αλλά σταθερή «καμπάνια», έχει συμβάλλει τα μέγιστα στην άνοδο της ισοτιμίας του δολαρίου – επειδή όλοι όσοι δανείζονταν σε δολάρια (carry traders), επενδύοντας κυρίως στις αναπτυσσόμενες οικονομίες λόγω των υψηλότερων επιτοκίων τους, καθώς επίσης των διαφόρων ευκαιριών που προσφέρουν, αποσύρουν τα χρήματα τους σταδιακά, με αποτέλεσμα την υποτίμηση των εκάστοτε νομισμάτων και το ξέσπασμα τοπικών κρίσεων (οι πιο επικίνδυνες χώρες σήμερα είναι η Τουρκία και η Ν. Αφρική, λόγω των ελλειμμάτων στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους, ως αποτέλεσμα των ιδιωτικοποιήσεων που τους επιβλήθηκαν από το ΔΝΤ).

Η επίσημη «διάγνωση» της Fed είναι απλή και συμβατική, ενώ παρουσιάζεται πολύ καλά στις ομιλίες της διοικητού της. Ειδικότερα, ο στόχος της αμερικανικής νομισματικής πολιτικής είναι η μεγαλύτερη δυνατή ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας, μέσω της οποίας καταπολεμάται η ανεργία, ενώ παραμένουν σταθερές οι τιμές. Ο στόχος αυτός δεν έχει επιτευχθεί ακόμη, αλλά ευρίσκεται πολύ κοντά – αφού οι θέσεις εργασίας έχουν αυξηθεί μετά το ζενίθ της κρίσης του 2008 κατά 12 εκατομμύρια, το ποσοστό ανεργίας έχει μειωθεί σημαντικά, ενώ διατηρείται η σταθερότητα των τιμών, σε ένα επίπεδο της τάξης του 2% (ελεγχόμενος πληθωρισμός), το οποίο στοχεύει από το 2012.

Με βάση την παραπάνω ανάλυση όμως, δεν κατανοεί κανείς γιατί η Fed θέλει να αυξήσει τώρα (17 Σεπτεμβρίου) τα βασικά επιτόκια της – αφού η αμερικανική αγορά εργασίας δεν είναι καθόλου «εύρωστη», οπότε δεν μπορεί να προκληθεί μία επιταχυνόμενη αύξηση των μισθών, η οποία θα αύξανε τις τιμές (κίνδυνοι μεγάλου πληθωρισμού). Με δεδομένη δε την αποπληθωριστική μείωση των τιμών της ενέργειας, καθώς επίσης τον περιορισμό του παγκόσμιου ρυθμού ανάπτυξης λόγω της Κίνας και της Ευρώπης, οι τιμές πολύ δύσκολα θα αυξηθούν – οπότε ούτε από τη συγκεκριμένη πλευρά υπάρχει λόγος ανόδου των βασικών επιτοκίων.

Στα πλαίσια αυτά, η αλλαγή της νομισματικής πολιτικής αιτιολογείται μόνο εάν ληφθούν υπ’ όψιν οι τιμές των παγίων περιουσιακών στοιχείων – των ακινήτων, τα οποία έχουν γίνει υπερβολικά ακριβά στα ανώτατα τιμολογιακά επίπεδα (στις καλύτερες περιοχές και στις πολυτελείς κατασκευές), καθώς επίσης των μετοχών που θεωρούνται σημαντικά υπερτιμημένες. Ουσιαστικά έχει διευκολυνθεί η μεταφορά πλούτου από τα κάτω προς τα επάνω – ενώ η κατανάλωση επιτυγχάνεται ξανά μέσω του δανεισμού των χαμηλών εισοδηματικών τάξεων, με τη βοήθεια των μηδαμινών επιτοκίων (συνθήκες όπως αυτές που προκάλεσαν την κρίση του 2008).

Περαιτέρω, τα μηδενικά βασικά επιτόκια οφείλουν να αποτελούν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα – ενώ δικαιολογούνται μόνο όταν η οικονομία ευρίσκεται σε μία πολύ δύσκολη θέση, με την έννοια πως υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης του συστήματος ή η απειλή μίας βαθιάς ύφεσης. Όταν τώρα διατηρούνται μηδενικά για μία μεγάλη χρονική περίοδο, τότε γίνονται επικίνδυνα σε απελευθερωμένα χρηματοπιστωτικά συστήματα – επειδή προκαλούν «ανορθολογικές κατανομές» των επενδύσεων/τοποθετήσεων, αυξάνουν την επί πιστώσει κατανάλωση, ενώ χαρακτηρίζονται από παρενέργειες που δεν διαπιστώνονται αμέσως, αλλά εμφανίζονται ξαφνικά, μαζικά και σωρευτικά.

Για παράδειγμα, η μακρά περίοδος των χαμηλών αμερικανικών επιτοκίων από το 2009 έως σήμερα, έχει προκαλέσει την πρωτοφανή πιστωτική επέκταση της Κίνας – η οποία είναι κυριολεκτικά τρομακτική. Επίσης τη γιγαντιαία αύξηση της ρευστότητας που οδηγήθηκε στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, στις πρώτες ύλες, στις μετοχές και στις πιστώσεις – η οποία συνδέεται με την διατήρηση του ρυθμού ανάπτυξης της Κίνας σε υψηλά επίπεδα, παρά την παγκόσμια ύφεση και τη μείωση των εξαγωγών της (άρθρο).

Η παραπάνω διαδικασία, τα «αιώνια» χαμηλά επιτόκια δηλαδή, έχουν προκαλέσει μία μαζική υπερχρέωση κρατών, επιχειρήσεων και ιδιωτών σε δολάρια, ενώ έχουν οδηγήσει σε «μεταφορές συναλλαγών» (carry trades) κάθε είδους. Ειδικότερα, μία «μεταφορά συναλλαγών» χαρακτηρίζεται από δύο λειτουργίες:

(α) με την πρώτη δανείζεται κάποιος, συνήθως βραχυπρόθεσμα, σε ένα νόμισμα μηδενικού επιτοκίου – εν προκειμένω σε δολάρια.

(β)  με τη δεύτερη επενδύει σε διάφορα στοιχεία του ενεργητικού (μετοχές, εμπορεύματα, ομόλογα, δάνεια υψηλού επιτοκίου, Junk Bonds, δομημένα προϊόντα), κυρίως σε άλλα νομίσματα και σε άλλες χώρες.

Σε τελική ανάλυση λοιπόν χρεώνονται οι επιχειρήσεις σε μεγάλο βαθμό, για να αυξήσουν την παραγωγική τους ικανότητα στην Κίνα ή στις χώρες παραγωγής ενέργειας, καθώς επίσης για να κερδοσκοπήσουν στις διάφορες αγορές παγίων – ενώ οι τράπεζες προσφέρουν περισσότερα δάνεια, επειδή οι παραδοσιακές τοποθετήσεις τους, όπως σε ομόλογα του δημοσίου, δεν αποδίδουν αρκετά για να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους.

Για παράδειγμα, οι παγκόσμιες πολυεθνικές επεκτάθηκαν ανεξέλεγκτα στην αγορά του μέλλοντος, στην Κίνα, στις υπόλοιπες BRICS (Ρωσία, Βραζιλία, Ινδία, Ν. Αφρική), καθώς επίσης στις άλλες αναπτυσσόμενες χώρες, κλιμακώνοντας σε πολύ μεγάλο βαθμό τις επενδύσεις τους – με αποτέλεσμα να έχει αυξηθεί σε γιγαντιαίο βαθμό η παραγωγική τους δυναμικότητα, παρά το ότι οι οικονομικές δομές σε αυτά τα κράτη δεν επιτρέπουν μία συνεχή ανάπτυξη, οπότε παραμένει ανεκμετάλλευτη (ζημιογόνα).

Το ίδιο συνέβη και στον νέο ενεργειακό κλάδο εντός των Η.Π.Α., στη βιομηχανία του σχιστόλιθου, παρά το ότι δεν απέδιδε κέρδη ακόμη και όταν οι τιμές του πετρελαίου ήταν της τάξης των 100 $ το βαρέλι – με αποτέλεσμα οι περισσότερες επιχειρήσεις να είναι υπερχρεωμένες, απειλώντας πλέον πολύ σοβαρά τις τράπεζες που τις δάνειζαν αφειδώς.

Παράλληλα, οι κρατικές υποδομές των Η.Π.Α. έχουν σχεδόν καταρρεύσει, πλησιάζοντας τα επίπεδα των αναδυομένων χωρών – κυρίως λόγω των χαμηλών φόρων που έχουν υιοθετηθεί, με αποτέλεσμα να μην έχει το δημόσιο τους απαραίτητους πόρους για να τις επισκευάσει.

Συμπεραίνεται λοιπόν πως η μη στήριξη της νομισματικής πολιτικής από τη δημοσιονομική, την έχει οδηγήσει σε λάθος κατεύθυνση – έχοντας προκαλέσει μία επικίνδυνη υπερχρέωση των επιχειρήσεων στις αναπτυσσόμενες οικονομίες σε δολάρια (άρθρο), η οποία απειλεί ολόκληρο τον πλανήτη.

Βέβαια, δεν είναι υπεύθυνη μόνο η κλασσική νομισματική πολιτική για την υπερβολική αύξηση των πιστώσεων παγκοσμίως, καθώς επίσης για τις φούσκες που έχουν δημιουργηθεί – αλλά, επίσης, η αδυναμία ρύθμισης της τραπεζικής, γενικότερα της χρηματοπιστωτικής αγοράς, με κύριους ενόχους τις κεντρικές τράπεζες.

Πόσο μάλλον όταν στις Η.Π.Α., κυρίως στην Ευρωζώνη, δόθηκε στους κεντρικούς τραπεζίτες ένας κυρίαρχος ρόλος, με τον οποίο δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν μακροπρόθεσμα – ενώ είναι παράλογο να αποφασίζουν για τη μοίρα των ανθρώπων σε τόσο μεγάλες περιοχές άτομα, τα οποία καν δεν εκλέγονται.

Σε κάθε περίπτωση όμως, τυχόν αύξηση των επιτοκίων από τη Fed στα μέσα του Σεπτέμβρη, δεν είναι απίθανο να προκαλέσει μία παγκόσμια καταιγίδα τεραστίων διαστάσεων – σπάζοντας όλες μαζί τις φούσκες που έχουν δημιουργηθεί.



Εύλογα λοιπόν η διοικητής της είναι πανικοβλημένη, ευρισκόμενη απέναντι στο γνωστό «Εμπρός γκρεμός και πίσω ρέμα» – ενώ το να αυξάνει μία χώρα με «δίδυμα ελλείμματα» την ισοτιμία του νομίσματος της, όταν όλες οι άλλες τη μειώνουν, εν μέσω δηλαδή ενός παγκόσμιου συναλλαγματικού πολέμου (ανάλυση), δεν είναι ότι καλύτερο.

Η ΕΚΤ

Στη Ευρώπη, ο συνδυασμός της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής είναι πολύ πιο δυσμενής, σε σχέση με τις Η.Π.Α. – ενώ ο εξαιρετικά χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης δεν επιτρέπει μεγάλα περιθώρια πρωτοβουλιών στην ΕΚΤ, πιέζοντας την σημαντικά.

Παρά το ότι δε ο διοικητής της ανακοίνωσε την επέκταση του προγράμματος ποσοτικής διευκόλυνσης μετά το 2016, εάν κριθεί απαραίτητο, η προοπτική να πλημμυρίσουν οι αγορές με νέα χρήματα πίεσε μεν την ισοτιμία του ευρώ απέναντι στο δολάριο (στο 1,1108 από 1,1230), αυξάνοντας τους δείκτες των χρηματιστηρίων, αλλά μόλις για μία ημέρα – ενώ η κεντρική τράπεζα της Σουηδίας απείλησε πως θα ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο, εάν η ΕΚΤ αυξήσει ξανά την ποσότητα χρήματος.

Περαιτέρω, η ΕΚΤ μείωσε τις προβλέψεις της όσον αφορά το ρυθμό ανάπτυξης για μία ακόμη φορά – ενώ, όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί, δεν έχει ποτέ μέχρι σήμερα επαληθευθεί. Για παράδειγμα, το Μάρτιο του 2014 η ΕΚΤ προέβλεπε 1,3% ρυθμό ανάπτυξης για το 2015 (μπλε στήλη) και 1,5% για το 2016 (καφέ στήλη) – ενώ σήμερα (Σεπτέμβριος 2015, τελευταίες τρεις στήλες), η πρόβλεψη κατέρρευσε στο 0,1% για το 2015 (1,1% για το 2016 και 1,7% για το 2007).


Παράλληλα, ανέφερε την πιθανότητα να σημειωθεί αρνητικός ρυθμός ανάπτυξης στους επόμενους μήνες – χωρίς όμως να αποσαφηνίσει εάν θα βυθιστεί η Ευρωζώνη στον αποπληθωρισμό (ευρύτερη μείωση των τιμών), αφού θεώρησε πως πρόκειται για μία παροδική επίδραση των χαμηλών τιμών του πετρελαίου.

Εάν όμως πράγματι επικρατήσει το σενάριο της μείωσης των τιμών, όπου ο τζίρος των επιχειρήσεων περιορίζεται, τα κέρδη τους επίσης, οι επενδύσεις σταματούν, ενώ η ανεργία αυξάνεται όπως και τα χρέη, τότε η νομισματική ένωση θα βιώσει πολύ δύσκολες συνθήκες – οπότε θα αναγκασθεί η ΕΚΤ να αποφασίσει ένα νέο πακέτο ποσοτικής διευκόλυνσης (QE), ελπίζοντας πως οι τράπεζες θα υποχρεωθούν να δώσουν περισσότερα δάνεια στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά για να αυξηθούν οι επενδύσεις και η κατανάλωση, αντί να τα επενδύσουν σε κρατικά ομόλογα και στα χρηματιστήρια.

Φυσικά δεν αυξήθηκαν τα βασικά επιτόκια, παραμένοντας στο 0,05% όπως πριν από ένα ακριβώς έτος, ενώ παρέμεινε το αρνητικό επιτόκιο στο -0,2% για τις καταθέσεις των τραπεζών στην ΕΚΤ – έτσι ώστε να έχουν κίνητρο να μην τοποθετούν εκεί τα χρήματα τους. Το γεγονός αυτό δεν διευκολύνει προφανώς την απόφαση αύξησης των επιτοκίων εκ μέρους της Fed, ενώ τεκμηριώνει τον πανικό της ΕΚΤ – οι προβλέψεις της οποίας χαρακτηρίζονται πλέον ως ευχολόγια, αφού έχουν τεράστιες αποκλίσεις από την πραγματικότητα.
.
Η Τράπεζα της Ιαπωνίας

Εδώ η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη, αφού σε λίγα χρόνια η χώρα δεν θα μπορεί πλέον να υιοθετεί προγράμματα ρευστότητας – έχοντας σχεδόν υπερβεί τα ανώτατα επιτρεπόμενα όρια, όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί (πηγή).


Όπως διαπιστώνεται από την πρώτη εικόνα αριστερά, το πρόγραμμα (QE) της Ιαπωνίας (κόκκινη καμπύλη), έχει εισέλθει σε μία καινούργια φάση – ενώ είναι πολύ υψηλότερο, συγκριτικά με όλες τις υπόλοιπες χώρες (Βρετανία, ΕΚΤ, Fed). Στη δεύτερη εικόνα, επάνω δεξιά, φαίνεται το ποσοστό των ομολόγων του δημοσίου που έχει στον ισολογισμό της η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας – όπου υπολογίζεται πως θα φτάσει στα ανώτατα όρια του έως το τέλος του 2019 (60%).

Εν τούτοις στην τρίτη εικόνα κάτω αριστερά, όπου οι στήλες αναφέρονται στα ομόλογα που κατέχουν οι εμπορικές τράπεζες, ως ποσοστό επί των συνολικών ισολογισμών τους σε διάφορες χώρες (Καναδάς, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Η.Π.Α.), θεωρείται πως κάποια στιγμή οι τράπεζες δεν θα θέλουν να πουλήσουν παραπάνω ομόλογα στην κεντρική – αφού θα τα χρειάζονται ως εγγύηση για δικούς τους σκοπούς.

Όσον αφορά δε (τετάρτη εικόνα, κάτω δεξιά) τα συνταξιοδοτικά ταμεία, καθώς επίσης τις ασφαλιστικές εταιρείες, κάποια στιγμή θα έχουν ολοκληρώσει την αναδιάρθρωση των χαρτοφυλακίων τους – οπότε θα πάψουν επίσης να πουλούν ομόλογα, επενδύοντας τα χρήματα σε μετοχές (αυτή ήταν κυρίως η αιτία της ανόδου του ιαπωνικού χρηματιστηρίου, μαζί με την πτώση της ισοτιμίας του γεν).

Επομένως, το μεγάλο πρόβλημα της κεντρικής τράπεζας της Ιαπωνίας δεν είναι οι αποφάσεις αύξησης των πακέτων ποσοτικής διευκόλυνσης, οι οποίες πραγματοποιούνται μέσω της αγοράς ομολόγων (επανεξισορρόπηση χαρτοφυλακίων), αλλά η αδυναμία της να βρει πωλητές – οπότε κάποια στιγμή, το 2017 ή το 2018, θα αναγκασθεί να τα σταματήσει, με ανυπολόγιστα αποτελέσματα για την οικονομία της χώρας.

Υπενθυμίζουμε εδώ πως με το πρώτο πρόγραμμα μόλις το 5% των αγορών της κεντρικής τράπεζας προήλθε από θεσμικούς επενδυτές – ενώ το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 40% από τον Οκτώβριο του 2014 έως το Μάρτιο του 2015. Αφού λοιπόν θα έχει αγοράσει όλα όσα πουλιούνται, δεν θα βρίσκει τίποτα στο μέλλον – γεγονός που σημαίνει πως, ακόμη και αν το θέλει, δεν θα έχει τη δυνατότητα να το κάνει, παρά μόνο μέσω της αύξησης των αγορών ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων.

Εύλογα λοιπόν είναι και αυτή με τη σειρά της πανικοβλημένη, ενώ λογικά προβλέπεται πως η λήξη ενός μεγάλου μέρος των ομολόγων που κατέχει θα επιμηκυνθεί στο διηνεκές – γεγονός που σημαίνει πως θα μετατραπούν αυτόματα σε χρήματα, πιέζοντας ασφυκτικά την ισοτιμία του γεν.
.
Επίλογος

Η μη συμβατική νομισματική πολιτική των μεγάλων κεντρικών τραπεζών, η οποία δεν συνοδεύεται από μία ορθολογική δημοσιονομική πολιτική, καθώς επίσης από τη ρύθμιση των τραπεζών, έχει διαστρεβλώσει εντελώς το χρηματοπιστωτικό σύστημα – χωρίς θετικά αποτελέσματα, εκτός από την μέχρι στιγμής αποφυγή ενός παγκόσμιου κραχ, έναντι πολύ ακριβών ανταλλαγμάτων (υπερδιογκωμένες φούσκες στις αγορές παγίων, μεγάλη αύξηση του παγκοσμίου χρέους, υπερδιπλασιασμός των δανείων σε δολάρια κλπ.).

Η πολιτική όμως αυτή πλησιάζει στο τέλος της, για διάφορους λόγους στις τρεις μεγάλες βιομηχανικές περιοχές του πλανήτη, χωρίς να έχει βρεθεί ο τρόπος της ομαλής αντικατάστασης της – γεγονός που σημαίνει πως θα οδηγηθούμε πολύ σύντομα σε αχαρτογράφητα νερά, με τους κινδύνους κατάρρευσης του σημερινού χρηματοπιστωτικού συστήματος να έχουν αυξηθεί κατακόρυφα.

Το τι θα προκύψει τελικά δεν μπορεί να το γνωρίζει κανείς – όπως επίσης τις συνέπειες για τις μικρότερες χώρες, εντός και εκτός μεγάλων νομισματικών ζωνών, άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένων μεταξύ τους. Πιθανότερη πάντως είναι μία παγκόσμια πυρκαγιά, η οποία όσο πιο πολύ αργεί, τόσο πιο καταστροφική θα είναι – ενώ η σπίθα που θα την προκαλούσε δεν είναι δυνατόν να εντοπισθεί.