Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

ΑΝΓΚΕΛΑ ΙΔΟΥ Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΣΟΥ




αναδημοσίευση από τον Πολύφημο
.
Οι Βρετανοί διέψευσαν τις δημοσκοπήσεις αλλά και τους στοιχηματζήδες που δεν πέφτουν σχεδόν ποτέ έξω, και ψήφισαν Brexit. Κι όταν ο Ντάισελμπλουμ δηλώνει ότι δεν υπάρχει κανένας πανικός, αυτό σημαίνει πως η ΕΕ καίγεται κι όλοι τσακώνονται για το ποιος θα σηκώσει πρώτος από το πάτωμα τον πυροσβεστήρα.
Υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας μιας διακρατικής θεσμικής ένωσης, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να προσωποποιηθεί μια τόσο σημαντική εξέλιξη η οποία μπορεί να αλλάξει τον οικονομικό και γεωπολιτικό χάρτη του σύγχρονου δυτικού κόσμου. Όχι αυτή καθ’ εαυτήν η βρετανική ψήφος, αλλά το ρήγμα που πλέον άνοιξε και δεν μπορεί να ξανακλείσει. Όμως εδώ η κατάσταση έχει ονοματεπώνυμο. Η Άνγκελα Μέρκελ, όπου μετά την ανακοίνωση των βρετανικών αποτελεσμάτων βρέθηκε σε «διαρκή επικοινωνία» με την πολιτική ηγεσία της ΕΕ και τους ηγέτες των άλλων πλούσιων κρατών, πρόσθεσε μια ακόμη αποτυχία στο κομποσκοίνι των άθλιων πολιτικών επιλογών της που έφερε τη Δύση ως εδώ.
Πριν φτάσουμε, όμως, στο αποτέλεσμα αυτής της μεγαλειώδους πολιτικής ανικανότητας η οποία συνέπεσε με την ταυτόχρονη παρουσία της χειρότερης ηγεσίας που έχει δει στη σύγχρονη ιστορία της η Ευρώπη, καλό θα είναι να δούμε πώς το φίδι που με χαρά μεγάλωσε στον κόρφο του το ευρωπαϊκό αλάθητο γύρισε τώρα να το δαγκώσει εκεί που πονάει περισσότερο.
Από το 2009 έως το 2015 η πλούσια κεντρική και βόρεια Ευρώπη προέβη σε απανωτά ιστορικά εγκλήματα. Γερμανικός, αγγλοσαξονικός και βορειοευρωπαϊκός Τύπος έλαβαν μια συγκεκριμένη εντολή: να στοχοποιήσουν ολόκληρους λαούς, να συντρίψουν οποιαδήποτε αντίδραση μέσω μιας κατασυκοφαντικής εκστρατείας μίσους και χλεύης, να σκοτώσουν πολιτικά οποιαδήποτε υπόνοια δημιουργίας μιας αντίθετης πολιτικής κίνησης, και να ταπεινώσουν μπροστά στα μάτια εκατομμυρίων ανθρώπων εκείνους τους αστικοδημοκρατικά εκλεγμένους αρχηγούς κρατών οι οποίοι δεν είχαν ποτέ τους μια πραγματική διάθεση αντίστασης.
Εκείνη την περίοδο οι Έλληνες, οι Ισπανοί, οι Ιρλανδοί και οι Πορτογάλοι ήταν «γουρούνια»· κηφήνες που ζούσαν με τα δανεικά των Φινλανδών, των Γερμανών, των Ολλανδών και πάει λέγοντας. Η καλβινιστική αυτή ρητορική ήθελε τα γουρούνια να ζουν αμαρτωλά σε βάρος του ιδρώτα του συνειδητοποιημένου Ευρωπαίου εργαζόμενου. Γι’ αυτό κι έπρεπε να πληρώσουν.
Αμέσως μάθαμε ότι ο λόγος για τον οποίο τα γουρούνια πλήρωσαν και συνεχίζουν να πληρώνουν είναι για να σώσουν τα κέρδη των τραπεζών, τα τζογαρίσματα των αγορών, και τα κέρδη όσων αποκαλούνται “γύπες” ενός χρηματοπιστωτικού συστήματος το οποίο παράγει εκατοντάδες φορές περισσότερο πλασματικό πλούτο από όσο αντέχει να προσφέρει ένας εργαζόμενος, ή ένας συνταξιούχους, που έχει την «απαίτηση» να εξασφαλίσει για τον ίδιο και την οικογένειά του ένα κεραμίδι κι ένα πιάτο φαΐ.
Την ίδια στιγμή κάτι εξίσου δραματικό συνέβαινε στην ευρύτερη ευρωπαϊκή περιφέρεια. Στη Συρία η αλάθητη ηγεσία της Ευρώπης αποφάσιζε, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ, να παρέμβει για να λήξει το δράμα του εμφυλίου και να απομακρύνει τον δικτάτορα Άσαντ, στηρίζοντας τυφλά ένα αντιπολιτευτικό συνονθύλευμα με οπλισμό, εκπαίδευση και ανθρώπινο δυναμικό. Αποτέλεσμα αυτής της αποσταθεροποίησης ήταν η μεταπήδηση σημαντικού μέρους των εξοπλισμών και των συγκεκριμένων μαχητών, στο στρατόπεδο του Ισλαμικού Κράτους. Αξέχαστη είναι μάλιστα μια παραδοχή ενός γαλλικού βιβλίου σχετικά με αυτήν την περίοδο, κατά την οποία ο Γάλλος πρόεδρος Ολάντ ενέκρινε το 2012 την αποστολή όπλων στη Συρία παρά το εμπάργκο. Όπλα τα οποία κατέληξαν στα χέρια τζιχαντιστών.
Δυστυχώς, σα να μην έφταναν τα παραπάνω, η Ευρώπη πήρε τη μεγάλη απόφαση να συνδράμει στους αμερικανο-νατοϊκούς σχεδιασμούς στρατιωτικής διείσδυσης στα όρια ΕΕ-Ρωσίας, παρεμβαίνοντας ανοιχτά κατά του ακραίου πουτινικού πρώην Ουκρανού προέδρου, Βίκτορ Γιανουνκόβιτς, έπειτα από την απόφασή του να διακόψει τη διαδικασία σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι μεγάλες «φιλοευρωπαϊκές» διαδηλώσεις στην πλατεία Μαϊντάν του Κιέβου, στις οποίες εμφανίστηκαν ευρωπαϊκοί και αμερικανικοί πολιτικοί μαϊντανοί, γρήγορα εξελίχθηκαν σε πεδίο δράσης ναζιστικών και εθνικιστικών ομάδων. Μετά από την απόσχιση της Κριμέας και την έναρξη του πολέμου στην ανατολική Ουκρανία, η, κατά γενική ομολογία, διορισμένη κυβέρνηση της Ουκρανίας από την ΕΕ και τις ΗΠΑ, δέχθηκε στις τάξεις της τους φασίστες του Δεξιού Τομέα, ενέταξε στα παραστρατιωτικά της σώματα και τις πολιτοφυλακές τους άνδρες που φωτογραφίζονταν με τη σβάστικα και τη σημαία του ΝΑΤΟ, παρείχε πρόσβαση στους απογόνους των ναζί σε σχολεία κι άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα, κατάργησε το ΚΚ Ουκρανίας, και διόρισε ως τοπικούς άρχοντες στις εμπόλεμες ζώνες κοντά στα σύνορα με τη Ρωσία μια σειρά από φασιστικά κατακάθια κι εγκληματίες.
Ταυτόχρονα, η ίδια ευρωπαϊκή ηγεσία υπό την πλήρη καθοδήγηση της Άνγκελας Μέρκελ, έδωσε ένα μάθημα απανθρωπιάς το οποίο θα μείνει γραμμένο στα ιστορικά βιβλία του μέλλοντος. Τη στιγμή που φωτογραφίες πνιγμένων παιδιών από τη Συρία εμφανίζονταν στα πρωτοσέλιδα «ευαίσθητων» δυτικών εφημερίδων, προχωρούσε σε απαίσχυντες συμφωνίες ανταλλαγής ανθρώπων με τον Ερντογάν, σα να ήταν χαρτάκια για κάποιο άλμπουμ αυτοκόλλητων. Κι όλο αυτό ενώ για πάνω από ένα χρόνο δεν έκανε το παραμικρό ούτε για να διακόψει από την πηγή της την αιτία που οδηγεί εκατομμύρια ανθρώπους στην προσφυγιά, ούτε για να καταφέρει να μοιράσει ένα, περίπου, εκατομμύριο ψυχές σε μια ήπειρο 500 εκατ. κατοίκων.
Η εσκεμμένη επίκληση εθνικιστικών συναισθημάτων και συμπεριφορών μέσω των λεγόμενων «οικονομικών δασώσεων», η απροκάλυπτη επιβολή ακραίας φτώχειας κι εξαφάνισης κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων, η απάνθρωπη συμπεριφορά απέναντι σε εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες πολέμου και το κλείσιμο του ματιού σε θρησκευτικά φανατισμένους και ναζί, έδωσε το σύνθημα για την εκτόξευση του πιο απεχθούς κοινωνικού/ιδεολογικού συνόλου που εμφανίστηκε ποτέ στη Γη: τους φασίστες.
Χρησιμοποιώντας, μάλιστα, τα συμπεράσματα τραγικών τρομοκρατικών επιθέσεων σε Γαλλία και Βέλγιο, η Ευρώπη και οι ηγέτες της πορεύτηκαν με ένα δόγμα πυγμής, πειθαρχίας και τυφλής τιμωρίας των παραβατών.
Το λεγόμενο this is a coup της βραδιάς των περίφημων 17 ωρών διαπραγμάτευσης του Τσίπρα με Μέρκελ, Ολάντ, ΔΝΤ και ΕΕ –αφήνοντας σε κάποιο άλλο δωμάτιο τους υπόλοιπους ευρω-κομπάρσους- δεν ήταν παρά μια παρωνυχίδα σε έναν ωκεανό αυταρχισμού, ο οποίος έπνιγε την Αθήνα στα χημικά το 2011 και τσακίζει στο ξύλο τους Γάλλους απεργούς το 2016.
Η θεώρηση της τιμωρίας των παραβατών που πηγάζει σχεδόν εξ ολοκλήρου από τον φανατισμό της γερμανικής πολιτικής ηγεσίας, διαπότισε με δόσεις ρεβανσισμού τις παρακμιακές, και πολλές φορές γραφικές, πολιτικές δυνάμεις του ευρύτερου γεωγραφικού της χώρου. Πολιτικοί εκπρόσωποι χωρών όπως η Φινλανδία, η Ουγγαρία, η Λιθουανία, η Πολωνία ή η Λετονία, βρήκαν το λόγο ύπαρξης που αναζητούσαν, μέσω των δηλώσεών τους κατά τις εισόδους τους στις συνόδους υπουργών ή αρχηγών κρατών, των tweets στους προσωπικούς τους λογαριασμών, ή τις συνεντεύξεις σε μεγάλα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων. Τα πολιτικά ξεροκόμματα και η παρουσίαση ενθαρρυντικών λόγων από πλευράς του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών ήταν γι’ αυτούς το πολιτικό οξυγόνο που τους κρατούσε στη ζωή, παρά τις αιματηρές θυσίες που επέβαλαν στους λαούς τους στο όνομα της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Οι περισσότεροι εξ αυτών στηρίχτηκαν σε μια ρητορική εθνικής υπερηφάνειας και οικονομικής και κοινωνικής υπεροχής έναντι των λεγόμενων γουρουνιών. Άλλωστε, οι αφίσες με τους τεμπέληδες Έλληνες που πληρώνουν οι άλλοι γι’ αυτούς δεν εξαφανίστηκαν ποτέ. Απόδειξη αποτελεί η πολύ πρόσφατη προεκλογική καμπάνια του εθνικιστή Αυστριακού υποψηφίου για το αξίωμα του προέδρου της χώρας.
Ο καιρός, όμως, έχει κάποιες φορές γυρίσματα. Οι ευλογίες των Βρυξελλών και του Βερολίνου προς πάσα φασιστική και ναζιστική κατεύθυνση, έφερε τα αποτελέσματα που παρατηρούμε σε μια ομάδα κρατών, η οποία με τον έναν ή τον άλλο τρόπο επιθυμεί τώρα να απεμπλακεί από τα ευρωπαϊκά «δεσμά» για να κρατήσει όσο μπορεί με το μέρος της το αμόρφωτο ή παραπληροφορημένο εκλογικό της ακροατήριο.
Χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της εξέλιξης αποτέλεσαν οι πρωτοστατούντες της καμπάνιας του Brexit: Φάρατζ, και Τζόνσον, καθώς κι άλλα «λουλούδια» της πολιτικής βρετανικής σκηνής και των περίφημων tabloids. Αυτή η συμμαχία κατάφερε να κερδίσει, παρά τις προβλέψεις, έναν πολιτικά αχόρταγο κι ανεύθυνο Κάμερον, ο οποίος υποσχέθηκε το δημοψήφισμα στο όνομα της δικής του διατήρησης στην εξουσία.
Επειδή, όμως, γίνεται πολύς λόγος για το στρατόπεδο του Brexit, λίγοι εξετάζουν ποιοι βγήκαν μπροστά για να στηρίξουν το Bremain. Σίτι του Λονδίνου, ΔΝΤ, κεντρικές τράπεζες και τραπεζίτες, εκπρόσωποι βιομηχάνων και μεγάλων επιχειρήσεων, οίκοι αξιολόγησης, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί αξιωματούχοι και λοιπά χρηματοπιστωτικά και επιχειρηματικά ιδρύματα, ήταν η βιτρίνα της καμπάνιας του Bremain. Ό,τι χρειαζόταν δηλαδή να γνωρίζει ο μέσος εργαζόμενος που δουλευει για να ζει μια μίζερη και ολιγαρκή ζωή, στο όνομα της οικονομικής αξιοπιστίας ενός συστήματος στο οποίο το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού ελέγχει το μισό πλούτο. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται πολύ μυαλό ή τρομακτική ευφυΐα για να καταλήξει η ευρωπαϊκή ηγεσία και το Βερολίνο στο συμπέρασμα πως η ευθύνη της διάλυσης της ΕΕ βαραίνει αποκλειστικά εκείνους.
Όμως, δυστυχώς, το πρόσφατο παρελθόν και οι τραγικές πολιτικές επιλογές μάς έδειξαν ότι δεν θα πρέπει να αναμένουμε θεαματικές παρεμβάσεις. Το διετές χρονικό περιθώριο εξόδου, με βάση τις προβλεπόμενες διαδικασίες, είναι δώρο για τη Μέρκελ και τις εκλογές της. Η παραδοσιακή τακτική τής διαιώνισης των προβλημάτων που ακολουθείται από το 2009 και μετά, δεν αναμένεται να αλλάξει. Κι αυτό γιατί η ρητορική που φέρνει ψήφους στους συντηρητικούς Γερμανούς του CDU είναι αυτή τού «δεν πληρώνω άλλα λεφτά στα γουρούνια».
Αυτή η άκρως λαϊκίστικη και τυχοδιωκτική πολιτική εκπαίδευση της εκλογικής μάζας, σε συνδυασμό με την ανοιχτή πρόταση του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών για ένα υποτιθέμενο πενταετές Grexit και τις δημόσιες απειλές Γιούνκερ ένα θερινό βράδυ του 2015 ότι σε δυο μέρες θα μας φέρουν στην Ελλάδα φάρμακα και τρόφιμα επειδή οδεύουμε προς δημοψήφισμα, εξόργισε μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής. Και σε αυτούς εμπλέκονται εντελώς διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές τάσεις. Αριστεροί, κομμουνιστές, συντηρητικοί, εθνικιστές. Όλοι μέσα, σε δύο διαφορετικά τσουβάλια για το Brexit ή το Bremain, το Grexit ή το Gremain, το Swexit ή το Swemain. Εξέλιξη που δεν προκάλεσε καμία έκπληξη, διότι στα μυαλά των περισσότερων εξ αυτών έχει αποτυπωθεί το ίδιο πολιτικό συμπέρασμα: οι αστικοδημοκρατικές εκλογικές διαδικασίες εντός αυτής της ΕΕ δεν έχουν καμία σημασία.
Η παγίδα, λοιπόν, της Γερμανίδας καγκελαρίου που έχει να κάνει με την άρνηση παροχής πίστωσης –και όχι πραγματικής πληρωμής- μιας χούφτας δισεκατομμυρίων για την Ελλάδα, προδικάζει αρνητικά το αποτέλεσμα μιας φιλο-ευρωπαϊκής συλλογικής σκέψης περί θεαματικής αλλαγής της ΕΕ με δημόσιες επενδύσεις, νέα αναπτυξιακά κεφάλαια και χαλάρωση της οικονομικής ασφυξίας που πνίγει την περιφέρεια. Κάτι τέτοιο δεν θα γίνει υπό τις σημερινές συνθήκες. Ή για να το πω καλύτερα, πιο πιθανός φαίνεται να είναι ένας σχεδιασμός απανωτών σαμποτάζ της βρετανικής οικονομίας και της πολιτικής σταθερότητας προς παραδειγματισμό όσων κάνουν ίδιες σκέψεις με αυτές του Κάμερον, παρά κάποια εντυπωσιακή μεταστροφή στο δόγμα της ακραίας λιτότητας και της διαρκούς οικονομικής, εργασιακής, και κοινωνικής υποβάθμισης.
Λογίζοντας, όμως, πάντα το ενδεχόμενο απελευθέρωσης κι άλλων αντι-ευρωπαϊκών κινήσεων σε χώρες άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενες με τη βρετανική οικονομία, όπως η Ολλανδία ή η Σουηδία, θα πρέπει να αναμένουμε νέες παρεμβάσεις όσον αφορά τους όρους και τις προϋποθέσεις συμμετοχής σε αυτό που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση. Διότι πέρα από το κοινό συμπέρασμα πως καμία αστικοδημοκρατική διαδικασία δεν έχει νόημα για τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, υπάρχει μια ακόμη διαπίστωση: Όταν παραβιάζεις εσύ ο ίδιος τους κανόνες επειδή είσαι ισχυρός, δεν μπορείς να ζητάς για πάντα από τους άλλους να κάνουν τουμπεκί.