Το σημερινό είναι μία από τις πολλές συνέχειες ενός μυθιστορήματος υπό συγγραφή, που εξιστορεί τους βίους κάποιων ατόμων σε κάποιους αιώνες παρελθόντες…
…ατόμων, που συναποτελούν ένα καί το αυτό άτομο.
Όσα θα διαβάσετε σήμερα, δεν θα τα βρήτε πουθενά αλλού. Είναι «κοπυράϊτ» του ιστολογίου! Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως θα σας πάω στα δικαστήρια γιά να διεκδικήσω ο,τιδήποτε, όπως εκείνος ο απίθανος, που απειλούσε με μηνύσεις όποιον αναφερόταν χωρίς την άδειά του στο παραμύθι των Ψίψιλον. Αλλά σημαίνει πως διαθέτετε έναν σίγουρο τρόπο να ελέγχετε την πηγή των σχετικών πληροφοριών.Εάν γράψει οποιοσδήποτε άλλος ο,τιδήποτε, να ξέρετε πως αποτελεί ψεύδος προς αποπροσανατολισμό. (Μπορεί καί να μην αποτελεί. Αλλά, αν δεν πάρει πιστοποίηση από τον γράφοντα, κατ’ ευθείαν γιά τα σκουπίδια.)
Γιατί, όμως, έχει σημασία να γράψω κι εγώ κάτι μυθιστορηματικό; Καί πού το ξέρετε πως δε λέω απλώς μερικά ακόμη παραμύθια του παράξενου;
Έχει σημασία, διότι οι καταστάσεις επαναλαμβάνονται. Ο πολιτισμός μας ουδόλωςυπήρξε ο πρώτος, που έφτασε σε τεχνολογικά ύψη. Προηγήθηκαν άλλοι, που έφτασαν πιό ψηλά ακόμη, καί στο τέλος καταστράφηκαν. Όλοι ανεξαιρέτως. Από διάφορες αιτίες, συνήθως έλλειψη ηθικής.
Κι επειδή σήμερα πληθαίνουν οι ειδήσεις, που μας δείχνουν ότι η σημερινή «επιστήμη» ακολουθεί το ίδιο σκοτεινό μονοπάτι που κατεβαίνει στην Κόλαση, οφείλω -στα μέτρα των μικρών μου δυνάμεων- να προειδοποιήσω.
Το ότι δεν λέω παραμύθια, θα το βλέπετε από τα πραγματικά στοιχεία, που θα συνοδεύουν κάθε ανάρτηση-απόσπασμα του μυθιστορήματος.
Πάμε, λοιπόν.
Ατλαντίδα, 9700 πΧ περίπου
Πρόσεχε τί εύχεσαι, διότι μπορεί να το βρείς μπροστά σου.
Στην Ατλαντίδα είχε επικρατήσει δικτατορία εδώ καί δεκαετίες. Ενάμιση αιώνα κοντά. Κανείς πιά δεν σκεφτόταν την εξέγερση, καί το κρυφό σχολειό των αφηγήσεων γιά τα κατορθώματα του θρυλικού Χαάλ είχε πάψει. Τις αναμνήσεις τις είχαν πάρει οι γεροντότεροι -μακαρίτες πιά- στους τάφους τους. Χρόνια πριν. Κι οι νεώτεροι, χά! Αυτοί δεν ενδιαφερόντουσαν πιά καθόλου.
Πονηρή αυτή η δικτατορία – καί σαφώς πιό έξυπνη από άλλες, …ομότεχνές της. Αφού πέρασε στο λαό την αντίληψη πως είναι πανίσχυρη καί τρομερή, δεν ξαναχρησιμοποίησε βία. Ο τραγικός θάνατος του Χαάλ ήταν αρκετός, γιά να φοβηθεί ο λαός μιά γιά πάντα. Τώρα, εκατόν-τόσα χρόνια μετά, ο τρόμος απλά ήταν μιά ιδέα που πλανιόταν πάνω απ’ τα κεφάλια όλων, αλλά κανείς δεν έβλεπε τρόμο χειροπιαστό. Όλοι, άλλος λίγο, άλλος πολύ, καλοπερνούσαν. Τρόφιμα υπήρχαν γιά όλους (ευλογημένη η γή της Ατλαντίδας! – αλλά καί τα βιολογικά εργαστήρια της χώρας το ίδιο), δουλειές επίσης, όλες οι ανάγκες ήταν καλυμμένες καί με το παραπάνω. Άρα, όποιος ήθελε, μπορούσε να βιώσει καί το περιττό – καί να είναι ευτυχισμένος καί μ’ αίσθηση πληρότητας. Να μην του λείπει τίποτε.
Το σέξ, κι όχι μόνο το προγαμιαίο, ήταν ελεύθερο. Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως οι γυναίκες είχαν πάψει να κάνουν τα προαιώνια θηλυκά τσαλίμια στην αρχή της γνωριμίας. Ταξίδια, μουσική, εμπειρίες, διάβασμα, αλητεία, όλα αυτά κι άλλα πολλά, επίσης ελεύθερα.
Ή, τουλάχιστον, έτσι φαινόταν.
Τώρα, βέβαια, αν κάποιος σκεφτόταν να τσακίσει αυτόν τον ψεύτικο «παράδεισο»… απλά δεν θα το σκεφτόταν. Ή -απλούστερα- θα έπαυε να υπάρχει, πριν κάνει το παραμικρό. Η δικτατορία των τριών «αοράτων» εφήρμοζε εκλεπτυσμένες, διακριτικές μεθόδους στο να βγάζει απ’ τη μέση τα μαύρα πρόβατα… τα οποία μετά δεν θα τα γύρευε κανείς. Θα τα ξεχνούσαν σιγά-σιγά ακόμη κι οι οικείοι τους.
Ένας πολιτισμός, μιά κοινωνία, που άγγιζαν το τέλειο, λοιπόν… Όμως, το μυστικό της αθανασίας εξακολουθούσε να είναι άριστα φυλαγμένο. Οι «αόρατοι» δεν θα το μοιραζόντουσαν με κανέναν.
Στην Ατλαντίδα, το επάγγελμα του νεκροθάφτη δεν επρόκειτο να χάσει πελάτες, γιά όσο μπορούσε να δεί κανείς το μέλλον.
Ο νεαρός μαθητής είχε κάνει άριστη εντύπωση στους επιστήμονες του συμβουλίου. Όχι μόνο είχε προλάβει να προτείνει μιά -επιτυχημένη στην πράξη, αφού τη δοκίμασε- μέθοδο γιά αυξημένη παραγωγή γόνων γιά τα ψάρια των Νοτίων Θαλασσών, αλλά είχε επεκτείνει την ιδέα του σε διατροφικές προτάσεις γιά πρωτοπόρα εστιατόρια, συν την εξαγωγή των αλιευμάτων που περίσσευαν στις ανατολικές χώρες, ως δωρεά, γιά να έχει η χώρα (όποτε τους χρειαστεί) ευγνώμονες συμμάχους με το τίποτε.
Τρομερός, κι ακόμη δεν είχε κλείσει τα 18 καλά-καλά!
Του άνοιξαν όλες οι πόρτες. Παντού χαμόγελα. Καί η επιστήμη αυτού; Βιολογία! Τί άλλο;
Συμφωνούσε απόλυτα καί η πλανητική του «ταυτότητα», αυτό που αιώνες αργότερα θα καλούσαν «ωροσκόπιο». Βλέπετε, κάθε μαιευτήρας περνούσε τα χρονικά στοιχεία γεννήσεως γιά κάθε μωρό στη βάση δεδομένων του κράτους, με προσήλωση κι αυστηρότητα. Δεν υπήρχε περίπτωση να παρεκκλίνει ούτε στο ελάχιστο απ’ το καθήκον αυτό, διότι η αμέλειά του θα μαθευόταν πάραυτα στα ανώτερα κλιμάκια, που μετά θα …παρεξέκλιναν αυτόν.
Ένας υπερυπολογιστής έβγαζε αμέσως το μέλλον του νεογέννητου. Κι όσο μεγαλώνανε τα παιδιά, αρμόδιοι κρατικοί υπάλληλοι τα παρακολουθούσαν (διακριτικά, πάντοτε!…), να δουν αν πάνε όλα σύμφωνα με το εξαγόμενο του κομπιούτερ – ή υπάρχουν (ευχάριστες ή δυσάρεστες) εκπλήξεις.
Με τον νεαρό, όλα ήταν τακτοποιημένα καθώς πρέπει. Η εξέλιξή του σε κάθε τομέα ήταν η αναμενόμενη, κι η νοημοσύνη του ιδανική. Όθεν, έπρεπε να προαχθεί στα άδυτα των αδύτων.
Τον άφησαν τελείως απερίσπαστον (αν καί υπό διακριτική παρακολούθηση) να τελειώσει τις σπουδές του. Μιά μέρα, τον ειδοποίησαν ότι τον θέλει ένας από τους καθηγητές του. Πήγε.
«- Έκανες πολύ καλή εντύπωση σε κάποιους κύκλους!», του είπε αμέσως.
«- Τί κύκλους;»
«- Θα δείς. Όποτε μπορέσεις, ακόμη καί σήμερα, πήγαινε...» (Του έδωσε μιά διεύθυνση.) «Σε περιμένουν.»
«- Ποιοί με περιμένουν;»
«- Βιολόγοι είναι, σαν εσένα κι εμένα. Δουλεύουν σ’ ένα ερευνητικό ίδρυμα. Μόνο να σε ρωτήσω, αυτά τα ψάρια των Νοτίων Θαλασσών που έγραψες στη νεανική σου μελέτη, τα τρώς;», γέλασε ο προφέσσωρ.
«- Φυσικά!», ανταπέδωσε με χαμόγελο.
«- Τότε, έχε υπ’ όψη σου ότι πιθανώτατα θα σου παραθέσουν γεύμα με τέτοια. Είναι το αγαπημένο τους πιάτο!»
«- Άααα, τώρα κατάλαβα! Με συμπαθούν, επειδή κάποτε έγραψα γιά το πώς θα γεννιένται περισσότερα από δαύτα!»
«- Ακριβώς!… Πήγαινε, σου λέω!»
«- Θα πάω, κύριε καθηγητά, αλλά θα προσέχω μη γίνω κοιλιόδουλος σαν αυτούς!»
Το ξέσπασμα του τρανταχτού αμοιβαίου γέλιου κι ένα νόημα «άντε, πήγαινε» με το χέρι του καθηγητή, έδειξαν πως η συζήτηση έλαβε τέλος.
Τον υποδέχτηκε ένας νεαρός επιστήμονας, λίγα χρόνια μεγαλύτερος απ’ αυτόν.
«- Κάθησε! Να σου προσφέρω ένα δροσιστικό ποτό; Σε λίγο θα σε δεχθεί το συμβούλιο του ιδρύματος, αλλά τώρα που μιλάμε πρέπει να διεκπεραιώσουν κάτι δουλίτσες. Δεν θ’ αργήσουν, μην ανησυχείς.»
«- Ναί, ένα ποτό θα το δεχθώ, ευχαριστώ! Σας παρακαλώ, όμως, όχι οποιουδήποτε είδους ζαλιστικό. Εντάξει, μπορώ ν’ αντέξω ζαλιστικά ποτά, δεν είμαι αρχάριος πότης, αλλά τώρα είναι ώρα γιά σοβαρή συνάντηση.»
«- Μη φοβάσαι, δεν είναι ζαλιστικό.»
Μετά από λίγο, του έφερε ένα ποτήρι.
Το ποτό είχε ωραία γεύση καί ήταν πράγματι αναψυκτικό. Αλλά δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο.
«- Εσείς εδώ φτιάχνετε καί νέα αναψυκτικά;», ρώτησε.
«- Όχι ακριβώς!», γέλασε ο άλλος. «Αυτό που πίνεις, είναι ένα μείγμα φυσικών χυμών από φυτά που ευδοκιμούν σε άλλες χώρες. Το δοκιμάσαμε πρώτα γιά φάρμακο, το βρήκαμε αρκετά υποβοηθητικό του ανθρώπινου οργανισμού, καί μάλιστα χωρίς παρενέργειες, καί το κάναμε κάτι σαν κρυφό έθιμο του ιδρύματός μας: το προσφέρουμε ως αναψυκτικό σε κάθε νέο συνεργάτη μας, γιά καλωσόρισμα! Γι’ αυτό δεν τό ‘χεις ξαναδεί πουθενά αλλού.»
«- Είναι πολύ καλό, αλλά δεν είμαι ακόμη συνεργάτης σας!», χαμογέλασε.
«- Ποιές, νομίζεις, είναι οι πιθανότητες να μη γίνεις;», του αντιγύρισε ο νεαρός επίσης χαμογελαστά.
Πίσω, στο σπίτι του, είχε πέσει στο κρεββάτι του ν’ αναπαυθεί. Όμως, κάτι δεν πήγαινε καλά. Με τον οργανισμό του δεν ήταν, αλλά δεν ήξερε καί με τί ήταν. Μάλλον ιδέα του θα ήταν.
Τη στιγμή που σκέφτηκε πως είχε μπεί μιά στραβή ιδέα στο μυαλό του, αυτό γέμισε γράμματα ανακατεμένα καί λέξεις ατάκτως ερριμμένες… ανάμεσα στις οποίες έβλεπε μερικές ν’ απαρτίζουν τη γραπτή περιγραφή της σκέψης που μόλις είχε κάνει. Ανάκατες, αλλά κατά κάποιο τρόπο μπορούσε να πηδάει από λέξη σε λέξη με τη σωστή σειρά. Έπλεαν όλες μέσα στο οπτικό του πεδίο, σα θάλασσα γεμάτη με σαλούφες. Όμως, μετά από λίγα δευτερόλεπτα, το οπτικό του πεδίο ξαναπόκτησε τη διαφάνεια που είχε, καί το σύνολο των λέξεων καί γραμμάτων συρρικνώθηκε σ’ ένα μικρό μαύρο συννεφάκι.
Μικρό καί μαύρο, μικρότερο καί μαύρο, μαύρη τελεία, πάει, πάει… εξαφανίστηκε.
Σκέφτηκε πως απλά ήταν κουρασμένος. Εντάξει, γιά τα συμπτώματα ζαλάδας το πολύ πολύ να πάει στον γιατρό αύριο. Καιρός, όμως, να σκεφτεί πώς ακριβώς πέρασε η μέρα του, κι αν παρέλειψε κάτι.
Μμμ… σαν πολύ εύκολα δεν υπέγραψε, κάνοντας δεκτούς όλους τους όρους του συμβουλίου – ακόμη κι αυτούς, που ζητούσαν αναγκαστικές υπερωρίες αν υπήρχε ανάγκη;
Λέξεις πλέουσες. Σύννεφο. Συννεφάκι. Τελεία. Πάει, κενό.
Ποιές φάτσες δεν του άρεσαν από ‘κεί μέσα;
«Φάτσες», το διάβασε. Συννεφάκι τελεία κενό.
Μά, οι υπερωρίες δεν θα τον κούραζαν;
Τελεία που μόλις φαινόταν. Κενό. Ή, μήπως δεν είδε καλά; Ποιά τελεία;
Έπρεπε να ξεκουραστεί καί να δεί τι θα κάνει. Εντάξει, η καριέρα του προοιωνιζόταν λαμπρή, αλλά είχε μείνει σε εκκρεμότητα το ζήτημα της σχέσης του. Η κοπέλλα του είχε αρχίσει να φέρνει επιτακτικά στο προσκήνιο το θέμα του γάμου τους, καί περίμενε απάντηση. Έπρεπε να τη συναντήσει κάποια στιγμή, δεν γινόταν αλλοιώς.
Μαύρη τελεία; Πού την είδε τη μαύρη τελεία;
Μπάαα, ιδέα του θα ήταν. Έπρεπε, όμως, να καλουπώσει την εμπειρία του, γιά να πεί κάτι ευπρεπές στον γιατρό.
Την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησε ευδιάθετος. Πουθενά τα συμπτώματα τα χθεσινά. Σκέφτηκε -γιά πείραμα- να σκοτώσει ένα ζώο, όπως έκανε μερικές φορές στο εργαστήριο, αλλά τίποτε. Ο οργανισμός του αντιδρούσε όπως τον ήξερε ανέκαθεν. Ούτε τελείες, ούτε συννεφάκια.
Περίεργο-ξεπερίεργο, δεν τον ένοιαξε περισσότερο. Απλά ντύθηκε, ξεκίνησε γιά τη νέα του δουλειά, καί ματαίωσε το ραντεβού με τον γιατρό.
Όταν συνάντησε τον -όπως του είπαν- προϊστάμενο του εργαστηρίου του, δεν κρατήθηκε.
«- Μπορώ να έχω ένα ποτήρι από εκείνο το φανταστικό ποτό, που μου προσφέρατε χθες;», ρώτησε.
«- Ποιό ποτό;», ρώτησε ο άλλος αδιάφορα.
Δοκίμασε να του εξηγήσει.
«- Ποιός νεαρός σε υποδέχθηκε; Γιά ποιό ποτό μιλάς;», ξαναρώτησε -κάπως εχθρικά- το νέο του αφεντικό. «Δεν σε καταλαβαίνω! Σε παρακαλώ, αν είναι να συνεργαστούμε καλά, να μην ξαναπείς ασυναρτησίες!»
Το μυαλό του γέμισε μ’ ένα ανεξήγητο αίσθημα ευφορίας. Δεν ανταπάντησε. Άλλως τε, ήταν αρκετά έξυπνος να καταλάβει πως η κουβέντα δεν θα είχε νόημα. Νεαρός επιστήμονας επί της υποδοχής καί παράξενο ποτό, μάλλον δεν υπήρξαν ποτέ.
Η καινούργια του δουλειά πήγαινε πολύ καλά. Μά… ήταν θέμα της δουλειάς του να πηγαίνει αυτή καλά, κι όχι δικό του, να τα καταφέρνει; Φαίνεται πως ναί. Διότι, βλέπεις, ο ίδιος δεν συνάντησε κανένα απολύτως πρόβλημα. Μόνο καλά άτομα καί χαμογελαστά πρόσωπα βρήκε – καλός καί χαμογελαστός κι ο ίδιος.
Κάμποσο καιρό μετά την πρόσληψή του, του ζήτησαν να περάσει από ένα περίεργο μηχάνημα, σαν σε ιατρική εξέταση, γιά «υποβοήθηση εγκεφάλου». Του είπαν πως αυτό το μηχάνημα βελτιστοποιεί κάποιες εγκεφαλικές δομές, γιά μέγιστη απόδοση στις επιστήμες. Δεν έφερε αντίρρηση. Καί πώς θα τό ‘κανε; τις αντιρρήσεις κόντευε πιά να τις καταχωρήσει στο μυαλό του ως απλώς ένα λήμμα στα λεξικά.
Του έλεγαν ψέμματα, αλλά δεν το κατάλαβε. Την αλλαγή σε βιολογικές κι εγκεφαλικές δομές την είχε ήδη κάνει το μυστηριώδες ποτό. Το μηχάνημα αυτό απλώς «διάβαζε» τα εγκεφαλικά ηλεκτρομαγνητικά κύματα, κι έβλεπε αν συμφωνούν με κάποια πρότυπα.
Φαίνεται πως πάλι παρουσίασε ιδανική εικόνα, επειδή λίγο αργότερα του είπαν πως θα μετατεθεί σ’ ένα πολύ ειδικό εργαστήριο, μακριά από την Ποσείδια. Σε μιά ειδυλλιακή βουνοπλαγιά στ’ ανατολικά του νησιού, ανάμεσα σε δέντρα καί πράσινο.
Το εργαστήριο αυτό έδειχνε σαν ένα ακόμη εξοχικό σπίτι. Με τα κηπάκια του, τους πλακόστρωτους διαδρόμους του, τους άσπρους τοίχους του. Η μόνη ένδειξη του ότι κάποια άλλη χρήση είχε, ήταν τα σπίτια λίγο παραδίπλα γιά τη διαμονή του προσωπικού. Το ίδιο το οίκημα μέσα ήταν σχεδόν άδειο, με την εξαίρεση κάποιων καθισμάτων, ενός ψυγείου γιά τρόφιμα, μιάς κουζινίτσας καί μερικών λουτρών.
Όταν έφτασε η ώρα, τον οδήγησαν σε μιά μεγάλης έκτασης αίθουσα, όπου διάφορα άτομα, σε απόσταση το ένα από το άλλο, χειρονομούσαν ακατάπαυστα. Σα να έβλεπε θεατρική παράσταση φρενοβλαβών. Το μόνο που του έκανε εντύπωση, ως αρκετά ασυνήθιστο, ήταν ένας γαλάζιος διάχυτος φωτισμός.
Η αίθουσα ήταν άδεια, παρεκτός από ένα τραπέζι με μερικά γυάλινα νεροπότηρα απάνω του, σπρωγμένο σε μιά γωνιά. Καί μιά ντουλάπα στο βάθος. Λίγο αργότερα θα μάθαινε πως η ντουλάπα είναι ο τρομερός κβαντικός υπερυπολογιστής του εργαστηρίου, ο γεμάτος ειδικής κατασκευής κρυστάλλους. Ο υπολογιστής αυτός δημιουργούσε ολογράμματα στον χώρο, ένα γιά κάθε άτομο μέσα στην αίθουσα – καί ξεχωριστά μεταξύ τους. Έτσι, ο κάθε επιστήμονας δούλευε στο καταδικό του εικονικό εργαστήριο, «πιάνοντας» εικονικά αντικείμενα με τα χέρια του, κι ο υπολογιστής αναλάμβανε τα υπόλοιπα.
Ο ίδιος ξεκίνησε με μία απλή δοκιμή, του πώς μεγαλώνει ένα φυτό από σπόρο. Σκέφτηκε έναν Ήλιο, καί με μιάς ο δικός του εικονικός χώρος φωτίστηκε από έντονο ηλιακό φώς. Σκέφτηκε τον σπόρο του φυτού μέσα στο χώμα, καί ζήτησε νοερά να δεί το φυτό να μεγαλώνει σε γρήγορη κίνηση… πράγμα που έγινε. Σε λίγες μέρες, η χρήση του εντυπωσιακού μηχανήματος κατάντησε πλέον θέμα ρουτίνας.
Εκεί μέσα δούλευαν επιστήμονες καί των δύο φύλων, κι όχι μόνο της δικής του ειδικότητας. Βιολογία, μαθηματικά, φυσική, χημεία, επιστήμη υπολογιστών, αστρονομία… Ό,τι θα είχε ανάγκη ένα προχωρημένο ερευνητικό κέντρο, ήταν εκεί. Συνολικά, στο εργαστήριο δούλευαν τριανταπέντε θεράποντες καί θεραπαινίδες των επιστημών. Ναί, σωστά: πάντα με καλωσύνη καί χαμόγελο!
Λίγο αργότερα έμαθε πως οι ίδιοι αποκαλούσαν την ομάδα τους «Γαλάζια Αδελφότητα»,από το γαλάζιο φώς του χώρου. Το οποίο -του εξήγησαν- βοηθάει πάρα πολύ τη νοητική λειτουργία, γι’ αυτό καί το συμπεριέλαβαν στα κατασκευαστικά στοιχεία του εργαστηρίου. Κι από τη συναίσθηση ότι αποτελούν μιά όντως -μ’ όλη τη σημασία της λέξεως- ξεχωριστήομάδα.
Επειδή, όμως, ο άνθρωπος δεν περνάει τη ζωή του μονάχα εργαζόμενος καί κοιμώμενος, αναρωτήθηκε ποιές ήταν οι εκτός ωραρίου δραστηριότητες της ομάδας. Ναί, συγκεντρωνόντουσαν καί κουβεντιάζανε, παίζανε παιχνίδια, τρώγανε σε κοινά γεύματα, παρακολουθούσαν τηλεόραση, ακούγανε μουσική. Οργανική μουσική, ποτέ τραγούδι. Κανείς δεν τραγουδούσε.
Κι οι δεσμοί -φιλικοί, ερωτικοί- μεταξύ των μελών της ομάδας, πέρα από το διαρκές χαμόγελο; Υπήρχαν; σε ποιά μορφή; Οι γυναίκες της ομάδας, εκτός από χαμογελαστές καί πανέξυπνες, ήταν κι όμορφες. Παρατήρησε τη συμπεριφορά των αρρένων συναδέλφων, αλλά δεν πρόσεξε σημάδια πως κάποιοι είναι ζευγάρια με κάποιες. Αλλά, τί περίεργο!… Σε κάμποσες μέρες είχε την αίσθηση πως είχε κάνει σέξ με πολλές συναδέλφισσες. Στους κοιτώνες του προσωπικού, καί με μερικές πιό τολμηρές ανάμεσα στα δέντρα της εξοχής.
Ή, μήπως, δεν ήταν καθόλου περίεργες αυτές οι μνήμες;
Εξαρτάται. Ανανάλογα από ποιά πλευρά θα τό ‘βλεπε κάποιος.
Κάθε τόσο, θες κάθε μήνα ή κάθε δίμηνο, ερχόντουσαν στο εργαστήριο κάτι μυστήριοι τύποι με χαρτοφύλακες. Δεν καθόντουσαν πολύ – μονάχα οι καρέκλες του διαδρόμου υποδοχής τους έβλεπαν. Μιλούσαν μ’ έναν από τους επιστήμονες, τον πιό μεγάλο σε ηλικία (που ήταν ο άτυπος αρχηγός της ομάδας), του παραδίδανε κρυστάλλους καί παίρνανε άλλους.
Κι έφευγαν.
Έμαθε πως αυτοί είναι κυβερνητικοί υπάλληλοι, που έπαιρναν τα αποτελέσματα των -πρωτοπόρων- ερευνών του εργαστηρίου, κι έφερναν τις νέες ερωτήσεις της κυβέρνησης προς την αφρόκρεμα της επιστήμης. Ερωτήσεις; Όχι, απαιτήσεις! Ά, δεν ξέρετε πώς τα πάντα στην Ατλαντίδα τότε περνούσαν από σφιχτό κυβερνητικό έλεγχο!
Το πρώτο σοβαρό ερευνητικό πρόγραμμα, με το οποίο ασχολήθηκε, ήταν η ανάμειξη των ειδών. Καί το ερώτημα της χρησιμότητας ενός νέου είδους ανάμεικτου dna. Χρησιμότητας; Του τελικού ερωτήματος, δηλαδή; Ναί, επειδή τη βιωσιμότητα τέτοιων ειδών -το πρώτο ερώτημα- η σεβαστή κυβέρνησις την είχε δεδομένη. Είχε αμέριστη εμπιστοσύνη στις ικανότητες της Αδελφότητας. Αργότερα, καί με την πρόοδο της έρευνας, το πεδίο των ερωτήσεων στένεψε, ώσπου έφτασε στο ψητό: την κατασκευή του πιό επιθετικού ελεγχόμενου ζωϊκού είδους.
Μετά απ’ όχι πολλή σκέψη, κατέληξε στο συμπέρασμα πως ένα τέτοιο ζώο θα ήταν ανάμειξη της πιό επιθετικής ράτσας σκύλων μαζί με κάποια μεγαλόσωμη ράτσα επίσης σκύλων… με ρύθμιση του εγκεφάλου γι’ αυξημένη επιθετικότητα. Χρειάστηκαν, όμως, καί κάποιες …οδοντοτεχνικές εργασίες: οι σιαγόνες του σκύλου αντικαταστάθηκαν με σιαγόνες κροκοδείλου.
Στο ευφυές κατασκεύασμα η κυβέρνηση δεν είπε όχι, αλλ’ απαίτησε μιά τροποποίηση: τρία κεφάλια!!! Ο λόγος; τα τρία κεφάλια κάλυπταν πεδίο 360 μοιρών – εκτός απ’ την επαυξημένη όραση, απέτρεπαν το να μπορεί κανείς να πιάνει τον σκύλο-τέρας απ’ το σβέρκο, καί να τον εξουδετερώνει. Εντάξει, η σεβαστή κυβέρνησις είχε τους δικούς της οραματισμούς, αλλά το υπερκομπιούτερ έβγαλε άλλο αποτέλεσμα. Η βέλτιστη λύση (γιά δομική σώματος, κτλ) ήταν ο δικέφαλος σκύλος-τέρας. Κι επειδή η Αδελφότητα ετύγχανε απολύτου σεβασμού, το τελικό σχέδιο έγινε ασμένως αποδεκτό. Αν δεν μπορούσαν αυτοίοι επιστήμονες να βρουν λύση, τότε δεν μπορούσε κανείς.
Το πρότυπο σκυλόπραγμα δούλεψε όπως ακριβώς αναμενόταν, καί τον έβγαλε ασπροπρόσωπο. Μπροστά στους αντιπροσώπους της σεβαστής κυβερνήσεως, εννοείται. Κατασπάραξε ένα κομμάτι κρέας σ’ ελάχιστο χρόνο, δεικνύοντας τρομερή επιθετικότητα. Μόνο που παρουσίασε κάτι τάσεις να φάει τον αγλέορα, λες κι ήταν στην ανάπτυξη. Κι έτσι, καθώς ήταν αμολητό, πριν του περάσει η ιδέα να χλαπακιάσει κανά ποδάρι κυβερνητικού καλεσμένου (όχι πως αυτό θά ‘ταν κάτι το κακό, δηλαδή), μιά βολή από λέηζερ στην καρδιά του το κατέστησε μακαρίτικο.
Μπροστά στους έκπληκτους (καί λίγο θυμωμένους) κυβερνητικούς -τί στην ευχή;! γιά κατοικίδιο το πέρασαν, οι ηλίθιοι; -, ο βιολόγος μας εξήγησε πως, αφού φτιάχτηκε ένα, μπορούσαν να φτιαχτούν αμέτρητα αντίτυπα. Πως φτάνει -με βιολογικό «επιταχυντή»- σε πλήρες μέγεθος ενηλίκου ( ; ) ζώου μέσα σ’ ελάχιστες ώρες. Άρα, δεν συμφέρει να έχουνε τέτοια τέρατα στην αιχμαλωσία, γιά να τα ταϊζουνε, διότι καταναλώνουν πολλή τροφή. Απλά, θα φτιάχνανε την τελευταία στιγμή μιά στρατιά από τέτοια, γιά να τα εξαπολύσουν εναντίον των εχθρών. Κι όταν δεν θα υπήρχαν πιά εχθροί να χορτάσουν τα σκυλοτέρατα (καί θα τους τρέχανε τα σάλια να κοψιδιάσουν τα φίλια στρατεύματα), υπήρχαν τα λέηζερ των Ατλαντείων στρατιωτών. Μέχρι τον επόμενο πόλεμο, που θα ξαναφτιάχνανε υπέρ πατρίδος άλλα τέτοια λαίμαργα όντα.
Οι εξηγήσεις έγιναν δεκτές μετά συγχαρητηρίων.
Όταν φύγανε οι κυβερνητικοί (συναποκομίζοντας το κουφάρι του ζώου), γέλασε τρανταχτά. Επειδή τους είπε μεν γιά το πολύ φαγητό που καταναλώνει το σκυλόπραγμα, αλλά δεν τους είπε -από ευγένεια- καί γιά τα επίσης πολλά δύσοσμα προϊόντα που παράγει. Όθεν, υπήρχαν δύο καλοί λόγοι να μη διατηρούνται τέτοια βιολογικά ρομποτάκια σ’ αιχμαλωσία! Τ’ απέκρυψε τα κόπρανα, όπως απέκρυψε καί κάτι άλλο: ότι τα πλάσματα αυτά θανατωνόντουσαν μ’ έναν ειδικό ήχο. Μόλις τον ακούγανε, τα δύο κεφάλια ορμούσαν καί ξεσκίζανε το σώμα.
Κάθε μηχανισμός πρέπει να έχει καί διακόπτη ασφαλείας, αλλά κάτι μέσα του του είπε να μην το πεί αυτό πουθενά. Δεν το είπε – κι έλπιζε οι κυβερνητικοί να μην πάρουν χαμπάρι την απλούστατη αυτή αρχή, καί του ζητάνε τροποποιήσεις στο σχέδιο… καί το χειρότερο, στο επόμενο σκυλομοντέλο ν’ αφήσει εκ κατασκευής απροσδιόριστο το θανατηφόρο ηχητικό σύνθημα, να το ρυθμίσουν αυτοί. (Γιά μυστικότητα, εννοείται – μιά που ουσιαστικά είχε εφεύρει ένα νέο όπλο.) Όχι πως ήταν χαζοί, ώστε να μην καταλάβουν την αναγκαιότητα μηχανισμού ασφαλείας, αλλά ήταν υπερσίγουροι γιά τους εαυτούς τους, καί κάτι τέτοια «ψιλοπράγματα» τα προσπερνούσαν.
Κι έκαναν το ίσως μοιραίο λάθος να είναι υπερσίγουροι καί γι’ άλλα άτομα – τους τριανταπέντε κορυφαίους.
Όσα φέρνει η στιγμή, δεν τα φέρνει ο χρόνος.
Αλήθεια, πόσο καιρό δούλευε εκεί; Η διαρκής άνοιξη του τόπου αποπροσανατόλιζε την αίσθηση του χρόνου, αλλά γιά στάσου! Ήτανε δύο χρόνια; ή τρία; Όχι, ήταν τρία παρά κάτι. Δεν είχε, παρά να ρωτήσει νοερά τον υπερυπολογιστή.
Όλη αυτή την περίδο, όταν δεν είχε εργασία, καθόταν καί χάζευε τα άλλα άτομα. Δεν διέφεραν απ’ αυτόν, παρά μόνον στα φυσιολογικά χαρακτηριστικά – διότι η εξυπνάδα καί το διαρκές χαμόγελο ήσαν κοινοτοπία. Ήταν, όμως, η μηχανικός του υπερυπολογιστή, που του είχε τραβήξει την προσοχή περισσότερο απ’ όλες τις συναδέλφους του. Όμορφη κι αυτή, αλλά επί πλέον διέθετε καί κάτι άλλο. Κάτι… όχι, δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Κάτι που τον τραβούσε σ’ αυτήν περισσότερο απ’ όσο στις άλλες γυναίκες.
Ο ίδιος ο υπερυπολογιστής, όταν τον ρώτησε, απάντησε μ’ έναν καταιγισμό επαλλήλων καμπυλών προσώπου – του δικού του καί του δικού της. Δεν έβγαλε πολύ νόημα, αν καί υποσχέθηκε στον εαυτό του να επεξεργαστεί το πρόβλημα. Πριν, όμως, ξεκινήσει, στάθηκε μπροστά του η ελκυστική συνάδελφος καί τον κοίταξε γιά κάμποσο στα μάτια (πάντα με το χαμόγελο).
«- Γιατί ρώτησες το μηχάνημα γιά μένα; Θέλεις κάτι;»
«- Ναί, αν δεν έχεις δουλειά, σε παρακαλώ να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό.»
Σιγά μη διψούσε! Το νερό το χρειαζόταν, ώσπου να βρεί μιά αποδεκτή απάντηση ο αργός στα κοινωνικά αντρικός του εγκέφαλος.
Η κοπέλλα όντως έφερε ένα κρυστάλλινο ποτήρι γεμάτο με νερό, καί το ακούμπησε στη μιά άκρη του τραπεζιού. Ξαναγύρισε να τον κοιτάξει.
«- Θα μου απαντήσεις γιατί ρώτησες τον υπολογιστή, αντί να ρωτήσεις εμένα;»
Αλλά, ώ της κοινωνικής φρίκης, το συγκαλυμμένο νεάντερταλ που αποκαλείται «πολιτισμένος άντρας», δεν είχε βρεί ακόμη απάντηση της προκοπής. Την κοίταξε στα μάτια σιωπηλά, σαν καθυστερημένος.
«- Εντάξει, φεύγω, σε αφήνω να σκεφτείς με την ησυχία σου τί θα μου πείς. Αλλά μη νομίζεις ότι θα το ξεχάσω, πως μου χρωστάς μιά απάντηση!» , του χαμογέλασε. Ξεκίνησε να φύγει, εξακολουθώντας να τον κοιτάζει στα μάτια καί χαμογελώντας.
Καί τότε, συνέβη.
Η νέα γυναίκα έστριψε αδέξια, κι ο πωπός της έσπρωξε κι έριξε το κρυστάλλινο ποτήρι κάτω. Γέμισε ο τόπος νερά καί κρυστάλλινα θραύσματα… αλλά καί τριανταπέντε άτομα να χτυπιούνται στο πάτωμα ουρλιάζοντας καί κρατώντας τα κεφάλια τους καί με τα δυό χέρια.
Οι σκύλοι-τέρατα μπορεί να είχαν μηχανισμό ασφαλείας, αλλά οι άνθρωποι διέθεταν μηχανισμό ανασφαλείας. Το κενό στην παντοδυναμία του μηχανισμού βιολογικού καί τηλεπαθητικού ελέγχου του νου τό ‘σπασαν οι υψηλές αρμονικές του ήχου της θραύσεως του ποτηριού. Τό ‘καναν κομμάτια, σαν κάποιο άλλο είδος κρυστάλλινου ποτηριού.
Αυτό δεν είχε προβλεφθεί από τους τεχνικούς ασφαλείας της δικτατορίας. Όπως είχε αποκλειστεί κι η ύπαρξη φρουρών στο εργαστήριο, κυρίως γιά να μην κάνουν συγκρίσεις τα μυαλά των επιστημόνων. Βλέπετε, οποιοδήποτε «μή-κανονικό» ερέθισμα θα μπορούσε να δημιουργήσει ρωγμές στον νοητικό έλεγχο. Πράγμα που έπρεπε ν’ αποφευχθεί πάσηι θυσίαι. Η μέχρι στιγμής πορεία των πραγμάτων δικαίωσε απόλυτα τους σχεδιαστές της χρυσής φυλακής των κορυφαίων επιστημόνων, αλλά πάντα υπάρχει ο αστάθμητος παράγων.
Στο μεταξύ, η γυναίκα που έσπασε το ποτήρι, παρά τους τρομερούς της πόνους, πετάχτηκε επάνω καί όρμησε στον υπολογιστή. Άνοιξε ένα πορτάκι, καί πέταξε έξω με τις χούφτες όσους κρυστάλλους μπορούσε, συνεχίζοντας να ουρλιάζει. Όμως, κάμποσα λεπτά μετά, όταν πέρασε η πρώτη ένταση του τρομερού πονοκέφαλου, όλοι άρχισαν να σηκώνονται παραπατώντας καί προσπαθώντας να στηριχτούν όπου βρουν. Σταμάτησαν τα ουρλιαχτά του πόνου, κι άρχισαν τα πιό σιγανά βογγητά – καί τα ξερατά. Αρκετοί ξανακάθισαν κάτω, με εμφανώς καλύτερο έλεγχο του σώματός τους τώρα. Άλλοι, οι πιό ανθεκτικοί, πήγαν στο ντουλάπι πρώτων βοηθειών στο κουζινάκι κι έφεραν παυσίπονα.
Μετά από αρκετή ώρα, άρχισαν οι συνομιλίες. Όλοι είχαν τουλάχιστον μερικώς αποκατεστημένες τις αναμνήσεις τους της προ εργαστηρίου ζωής τους, κι αναρωτιόντουσαν τί κάνουν εκεί. Δεν τους πήρε πολύ το να ξεκαθαρίσουν ότι είχαν πέσει θύματα εκμεταλλευτών. Ήταν υπερευφυή άτομα, κι αυτό το γεγονός δεν υπήρχε περίπτωση να τους διαφύγει. Όταν, μάλιστα, άρχισαν να ξεκαθαρίζουν οι ψεύτικες μνήμες απ’ τις πραγματικές, θύμωσαν περισσότερο.
Στο τέλος, όταν έφεραν στο προσκήνιο της κουβέντας τα σχέδια, πάνω στα οποία δούλευαν, έγιναν εκτός εαυτού.
Λένε πως στη δυστυχία οι άνθρωποι ενώνονται. Σωστό… Τώρα, περισσότερο από ποτέ, η Γαλάζια Αδελφότητα έριξε βάρος στην Αδελφότητα. Το νέο σχέδιο, πάνω στο οποίο δούλευαν όλοι μαζί, ήταν η ασφαλής απόδρασή τους. Είχαν αρκετό χρόνο μέχρι να ξανάρθουν οι κυβερνητικοί, αλλά ίσως να μην είχαν χρόνο μέχρις ότου η κυβέρνηση ζητήσει κάποιον σε τηλεπικοινωνία. Θα πήγαιναν με κάθε τρόπο ανατολικά, εκτός χώρας – κι έπρεπε να χωριστούν. Κανείς τους δεν θα επέστρεφε στην Ποσείδια.
Το να κουβαλήσουν τους κρυστάλλους του υπερυπολογιστή μαζί τους (με σκοπό να τον εξουδετερώσουν) ήταν ούλτρα επικίνδυνο. Ναί μεν, πιθανώτατα μέχρι το βράδυ οι φάτσες τους θα βρισκόντουσαν σ’ όλα τα ηλεκτρονικά μέσα, αλλά αν τους πιάνανε πριν απ’ αυτό με κρυστάλλους στην τσέπη, η θανατική τους καταδίκη ισοδυναμούσε με βεβαιότητα. Ακόμη χειρότερα, σοβαρές πιθανότητες συγκέντρωνε κι η επαναφορά τους σε κατάσταση ελεγχόμενου σκλάβου.
Πήραν μαζί τους όσους κρυστάλλους μπορούσαν, ώστε να τους πετάξουν στη θάλασσα. Εντάξει, τα κυβερνητικά εργαστήρια θα έβγαζαν καινούργιους, οι οποίοι αμέσως θα ενωνόντουσαν με όσους απέμειναν, ώστε τελικά ο ζοφερός υπερυπολογιστής απλώς θα πήγαινε μερικά χρόνια δουλειάς πίσω. Τα οποία θ’ αναπλήρωναν κάποια νέα θύματα. Δεν μπορούσε, δηλαδή, να επιτευχθεί πλήρης εξουδετέρωσή του. Κι έτσι, παράτησαν τους περισσότερους κρυστάλλους εκεί που τους πέταξε η μηχανικός του υπολογιστή. (Καί γι’ αποπροσανατολισμό των κυβερνητικών, που θα νόμιζαν πώς δεν λείπει τίποτε – να κερδίσουν μερικές ώρες.) Ενώ μερικούς τους έριξαν στη λεκάνη της τουαλέττας.
Πριν χωρίσουν, ο μαθηματικός της ομάδας ρώτησε τί θα γίνει με τον εκ μετατροπής σκύλο του βιολόγου. Δυστυχώς, ο κρύσταλλος με τις σχετικές γνώσεις είχε ήδη παραδοθεί στους κυβερνητικούς, κι έτσι ο δημιουργός του τέρατος ίσως γινόταν το πρώτο θύμα του – μαζί με τους υπόλοιπους της ομάδας, δυστυχώς. Όμως, πάντα υπήρχε το κρυμμένο αντίμετρο.
«- Μή φοβάσαι! Απλά έχε μου εμπιστοσύνη!», του απάντησε κοφτά ο βιολόγος κι έκλεισε την κουβέντα.
Ευχήθηκαν ο ένας στον άλλον καλή τύχη, κατηφόρισαν προς τη θάλασσα, καί χώρισαν οριστικά.
Λίγο μετά, όταν οι σύντροφοί του χάθηκαν απ’ το οπτικό του πεδίο, ο βιολόγος μας αισθάνθηκε ένα χέρι στην πλάτη του. Ανατρίχιασε κι έμεινε ακίνητος.
«- Πάντα μου χρωστάς μιά απάντηση!»
«- Καί νομίζω την ξέρω. Επειδή μου αρέσεις!», γύρισε αργά καί την κοίταξε στα μάτια. Όντως ήταν όμορφη. Το είχε προσέξει καί πιό πριν, δεν το είχε προσέξει; Δεν ήταν σίγουρος, με το μυαλό του κουρκούτι. «Φύγε, όμως, τώρα, είναι επικίνδυνο να είμαστε μαζί.»
«- Δεν πάω πουθενά!»
«- Γιατί;»
«- Πώς θα περάσεις απέναντι, στην ηπειρωτική χώρα; το σκέφτηκες;»
«- Όχι, αλλά κάποιο μέσον θα βρω.»
«- Σιγά μη σκεφτείς καί σιγά μη βρείς!… μόνος σου. Πφφφφ!!! Άντρες!», είπε χαμογελώντας, καί τον έπιασε απ’ το χέρι. «Γιά φυγάδες θα ψάχνουν, όχι γιά ερωτευμένους!», απάντησε στη σιωπηλή ερώτηση των ματιών του.
Έκλεισε το χέρι του περισσότερο γύρω απ’ το δικό της. Με χαμόγελο. Αληθινό τώρα πιά.