Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός Δάσκαλος-Κιλκίς
.
«Αὐτεῖνοι, οἱ Εὐρωπαῖγοι, εἶναι ἄνθρωποι χωρὶς ἠθικὴ καὶ πίστη καὶ κρίμα στὰ φῶτα τους, ὅτι ὁ ἄνθρωπος κάνει τὰ φῶτα καὶ ὄχι τὰ φῶτα τὸν ἄνθρωπο».
(Μακρυγιάννης)
.
Ἐδῶ καὶ 20 χρόνια ποὺ γράφω-δημοσίευσα τὸ πρῶτο μου ἄρθρο σὲ τοπικὴ ἐφημερίδα τοῦ Κιλκὶς μὲ τίτλο «οἱ φαυλότητα τῆς πολιτικῆς καὶ οἱ πολιτικοί της φαυλότητας»- δὲν ἔκρυψα ποτὲ τὴν ἀπέχθεια καὶ τὴν περιφρόνηση ποὺ νιώθω γιὰ τὰ καθάρματα τοὺς Εὐρωπαίγους, ὅλο αὐτὸ τὸ μνημονιακὸ σκυλολόι, τοὺς δημίους τοῦ λαοῦ μας.
Ἀπ’ ὅλους τοὺς εὐρωπαϊκοὺς λαούς, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, βιώσαμε καὶ ζήσαμε τὶς μεγαλύτερες καταστροφὲς ἐξ αἰτίας τῆς κακουργίας τους. Κατάπιαμε τὴν μεγαλειώδη ἀπάτη τοῦ «δυτικοῦ πολιτισμοῦ», πὼς δῆθεν ἑδράζεται στὴν ἀρχαία ἀθηναϊκὴ δημοκρατία, τὶς κοραϊκὲς ὀνειροφαντασίες περὶ «μετακένωσης τῶν φώτων», καὶ τὴν μόνη «μετακένωση» ποὺ γνωρίσαμε ἦταν τοῦ αἵματος καὶ τῆς καταστροφῆς τῆς πατρίδας μας. Ξεκίνησε τὸ «ματοβαμμένο» κρατίδιό μας ἐλπίζοντας ἀπὸ τὴν Εὐρώπη προστασία καὶ ἀλληλεγγύη.
Καρτερούσαμε «οἱ πάντοτ’ εὐκολόπιστοι καὶ πάντα προδομένοι» (Σολωμός), ἀπὸ τὴν «πολιτισμένη Εὐρώπη» βοήθεια καὶ συναντίληψη. Ἀπὸ ποιά Εὐρώπη; Ἀπὸ τὴν «πολιτισμένη Εὐρώπη» τῶν Κογκισταδόρες ποὺ ἐξόντωσαν εἴκοσι ἑκατομμύρια ἰθαγενεῖς της Ἀμερικῆς καὶ ἐξαφάνισαν ἐν ψυχρῶ τὸν πολιτισμό τους;
Τὴν Εὐρώπη τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης, τῶν Σταυροφοριῶν καὶ τοῦ Ἁγίου Βαρθολομαίου; Τὴν «προοδευτικὴ» Εὐρώπη τοῦ κατακτητῆ μὲ τὴν τιάρα, τοῦ θηρίου τῆς Ρώμης, τοῦ Πάπα; Τὴν Εὐρώπη τοῦ δουλεμπορίου, τῆς Ἱερᾶς Συμμαχίας καὶ τῶν δύο παγκοσμίων ἀνθρωποσφαγῶν τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα;
Ἀνέφερα πρὶν τὸν Σολωμό. Σὰν χθές, 9 Φεβρουαρίου τοῦ 1857, ἔκλεινε τὰ μάτια του ὁ μεγάλος μας ποιητής. Καὶ ἐπειδὴ τούτη τὴν κρίσιμη στιγμή, «ἀδελφοί μας βρίσκει τὸ κακὸ καὶ θολώνει ὁ νοῦς μας», ὑπακούοντας καὶ στὴν ποιητικὴ προτροπὴ τοῦ Ἐλύτη, τὸν μνημονεύουμε, γιατί ἔγραψε τὸν Ὕμνον ὄχι εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ «εἰς τὴν Ἐλευθερίαν», ἤθελε νὰ μᾶς πεῖ ὅτι Ἑλλὰς καὶ ἐλευθερία εἶναι ὅπως ἡ ψυχὴ μὲ τὸ σῶμα. Ἡ Ἑλλάδα χωρὶς τὴν λευτεριά, δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει. Καί, ἐπαναλαμβάνω, οἱ δυτικὲς δυνάμεις προκάλεσαν ὅλες τὶς συμφορὲς τοῦ νεώτερου Ἑλληνισμοῦ.
Δὲν ὑποδούλωσαν οἱ Ὀθωμανοὶ τὸν βυζαντινὸ Ἑλληνισμό. Εἶχε ἐξουθενωθεῖ, λεηλατηθεῖ, κατακερματισθεῖ ἀπὸ τὶς ἄγριες ἐπιδρομὲς τῆς παπικῆς ψευτοεκκλησίας. Ἀποφρὰς ἡμέρα τοῦ Γένους δὲν εἶναι ἡ 29 Μαΐου 1453, ἀλλὰ ἡ 13 Ἀπριλίου 1204. Τότε «ἑάλω ἡ Πόλις», ὄχι ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀλλὰ ἀπὸ τὶς ὀρδὲς τῶν σταυροφόρων-συμμοριῶν. Τὰ χρόνια τῆς δουλείας ἐπέπεσαν ὅλοι οἱ ἀρχαιοκάπηλοι καὶ ἐγκληματίες ἁρπάζοντας τὶς ἀρχαιότητες, καταστρέφοντας Παρθενῶνες, μία Πνευματικὴ Γενοκτονία, ὅπως προσφυῶς ὀνομάστηκε. Κατὰ τὴν Ἐπανάσταση μᾶς ἔστελναν ἀλιτήριους, τυχοδιῶκτες τύπου Τσώρτς καὶ Κόχραν, μὴν ξεφύγουν τὰ σύνορα, ὥστε νὰ περιοριστοῦμε στὸ ὑποτελές, λυμφατικὸ κρατίδιο τῆς Μελούνας.
Ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Ἰμπραὴμ καὶ τὴ γενοκτονία ποὺ ἀκολούθησε, ἀπὸ τὸν ἀκρωτηριασμὸ τοῦ ἐλεύθερου ἔθνους, τὶς ἐπεμβάσεις τῶν κανονιοφόρων, τοὺς ἀποκλεισμοὺς καὶ τὶς κατοχὲς ὣς τὴν ἀτίμωση τοῦ 1897, ἀπὸ τὴν μικρασιατικὴ καταστροφὴ καὶ τὸν ἐμφύλιο ὣς καὶ τὴν κυπριακὴ τραγωδία, πάντοτε μπροστὰ μας οἱ Εὐρωπαῖοι. Οἱ Τοῦρκοι ἦταν καὶ εἶναι πειθήνια ἐνεργουμένα τους. Καὶ πάντοτε ἔβρισκαν πέντε δέκα ἡμέτερα καθάρματα-Γραικύλους τῆς σήμερον, γιὰ νὰ κάνουν τὴν βρόμικη δουλειά. «Ὑπακοὴ στὴν Τρόικα» τσιρίζουν οἱ μνημονιακοὶ λακέδες. «Ὁ φιλήκοος τῶν ξένων εἶναι προδότης» τοὺς ἀπαντᾶ ὁ Καποδίστριας.
Εἴμαστε λαὸς πληγωμένος. Καὶ ὅποιος πληγώνεται ἀντιστέκεται. Καὶ ἡ καλύτερη ἀντίσταση εἶναι ἡ ἀντεπίθεση. «Νὰ χτυπήσουμε» καὶ τὸν ἐπιχειρούμενο «ἐξευρωπαϊσμὸ» τῆς πίστεώς μας». «Ἐντολὴ γὰρ Κυρίου μὴ σιωπᾶν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως. Ὥστε ὅτε περὶ Πίστεως ὁ λόγος, οὐκ ἔστιν εἰπεῖν, ἐγὼ τίς εἰμί; Ἱερεύς, ἄρχων, στρατιώτης, γεωργός, πένης; Οὐδείς μοι λόγος καὶ φροντὶς περὶ τοῦ προκειμένου. Οὐά, οἱ λίθοι κεκράξονται, καὶ σὺ σιωπηλὸς καὶ ἄφροντις», πάντες εὐθυνόμαστε καὶ πάντες θὰ λογοδοτήσουμε γιὰ τυχὸν ὀλιγωρία καὶ ἀμέλεια, κατὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο Στουδίτη. Ὁ οἰκουμενικὸς θρόνος κηρύσσει, δεκαετίες τώρα, γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, καὶ προσπαθεῖ νὰ παρασύρει καὶ τοπικὲς ἐκκλησίες, στὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Νὰ φύγει καὶ ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀπαίσια φραγκοσφηκοφωλιά, τὸ Π.Σ.Ε.
«Νὰ χτυπήσουμε» τοὺς ψευτομορφωμένους ποὺ λυμαίνονται τὴν παιδεία μας. Τὰ σύγχρονα δεινὰ τῆς πατρίδας μας σὲ τέτοιους «εὐρωλιγούρηδες» (Ζουράρις) ὀφείλονται. Αὐτοὶ οἱ ἡμιμαθεῖς, οἱ ἀνθρωποκάμπιες, ποὺ λέει ὁ Κόντογλου, περιφρόνησαν τὸν λαό μας μὲ τὸ πάθος κάθε πεμπτοφαλαγγίτου. Κατακρεούργησαν τὴν γλώσσα μας, περιφρόνησαν τὴν παράδοσή μας, τὴν πίστη μας γιὰ νὰ γίνουμε δῆθεν Εὐρωπαῖοι. Ἂς τὸ χωνέψουμε: Ἐξασθένιση τῆς Ὀρθοδοξίας σημαίνει πλῆγμα στὰ θεμέλια του Ἑλληνισμοῦ. Φτάνει τόσα χρόνια τὸ μπούκωμά μας μὲ τὰ ξυλοκέρατα, τὶς γουρονοτροφὲς τῶν Φράγκων. Λύκοι εἶναι προβατόσχημοι ποὺ θέλουν νὰ μᾶς ἐξαφανίσουν ὡς λαὸ ἱστορικό. Τέτοιοι ἦταν πάντα καὶ τώρα εἶναι χειρότεροι, γιατί στὶς μέρες μας, ἀποθηριώθηκαν.
Κλείνω μὲ δύο ἐπεισόδια ἀπὸ τὴν πρόσφατη ἱστορία μας. Τὰ ἔχω ξαναγράψει, ἀλλὰ τὰ ἐπαναλαμβάνω γιὰ νὰ μὴν ξεχνοῦμε ποιοὶ ἦταν καὶ εἶναι οἱ Εὐρωπαῖοι «ἑταῖροι» μας.
«Στὶς ἀρχὲς τῆς Κατοχῆς, καὶ στὴν πλατεία τοῦ Κλαυθμῶνος, ποὺ τὴν εἴχανε μεταβάλει οἱ Γερμανοὶ σὲ χῶρο στάθμευσης, ἕνας Γερμανὸς σωφέρ, ἔτρωγε ἀπ’ τὴν καραβάνα τοῦ τὸ φαΐ του, καθισμένος στὸ σκαλοπάτι τοῦ αὐτοκινήτου του. Ἔτρωγε μ’ ἀχορταγιά, ἐνῶ γύρω του, οἱ ἄλλοι πείναγαν. Τότε ἕνα παιδάκι, ἴσια μὲ ἑφτὰ-ὀχτὼ χρονῶν, ἅπλωσε τὸ χεράκι του, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι κάτι θὰ τοῦ ἔδινε γιὰ νὰ ρίξη στὸ πεινασμένο στομάχι του, ὁ Γερμανὸς στρατιώτης. Ἀντὶς ὅμως ὁ στρατιώτης νὰ κάνη τότε μία ἀνθρώπινη χειρονομία, ἔκανε αὐτὴ τὴν ἐλεεινὴ καὶ βάρβαρη πράξη. Ἄφησε στὸ σιδερένιο σκαλὶ τὴ γιομάτη καραβάνα του, σηκώθηκε ἀπάνου, ἅρπαξε τὸ μὲ πνεῦμα ἱκεσίας τεντωμένο χέρι τοῦ παιδιοῦ, τὸ στήριξε πάνω στὸ γόνατό του, καὶ μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ κόσμου, τὸ ἔσπασε στὰ δύο σὰν ξερὸ κλαδί». Κι ἐνῶ τὰ μάτια τοῦ Ἀρμένη δακρύζουν στὴ θύμηση τῆς σκληρῆς αὐτῆς εἰκόνας, μοῦ προσθέτει:
-Ἤμουνα αὐτόπτης μάρτυς. Κι ἔφυγα ἀπὸ κεῖ φτύνοντας αὐτὸν καὶ τὴ φυλή του ὁλόκληρη».
Τὸ γεγονὸς περιέχεται στὸ βραβευμένο ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, βιβλίο «Οἱ σφαγὲς τοῦ Καλαβρύτων», τοῦ Κώστα Καλαντζῆ . (Ἀθήνα 1962, σελ. 26).
Τὸ δεύτερο ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Χρ. Ἀγγελομάτη «Τὸ χρονικόν τῆς Μεγάλης Τραγωδίας».
«Οἱ παλαιότεροι θὰ ἐνθυμοῦνται τὴν δημοσιευθεῖσαν εἴδησιν εἰς τὰς ἀθηναϊκᾶς ἐφημερίδας, μίαν ἡμέραν τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ 1924. Τὸ προσεγγίσαν εἰς τὴν Θεσσαλονίκην ἀγγλικὸν πλοῖον ‘Ζάν’, μετέφερε 400 τόννους ὀστῶν Ἑλλήνων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀπὸ τὰ Μουδανιὰ εἰς τὴν Μασσαλίαν, πρὸς βιομηχανοποίησιν. Οἱ ἐργᾶται τοῦ λιμένος Θεσσαλονίκης, πληροφορηθέντες τὸ γεγονός, ἐμπόδισαν τὸ πλοῖον νὰ ἀποπλεύση, ἐπενέβη ὅμως ὁ Ἄγγλος πρόξενος καὶ ἐπετράπη ὁ ἀπόπλους».
Τὰ πήγαιναν τὰ κόκκαλα τὰ ἱερὰ τῶν σφαγιασθέντων Ἑλλήνων γιὰ «σαπούνι Μασσαλίας». Οἱ Τοῦρκοι τὰ πούλησαν, οἱ Γάλλοι τὰ ἀγόρασαν, οἱ Ἄγγλοι διευκόλυναν καὶ οἱ Γερμανοὶ ἀργότερα μιμήθηκαν. Ὅλη ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, δηλαδή.
Πηγή: Χριστιανική Βιβλιογραφία