Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

ΛΙΓΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΥΡΩΣΤΡΑΤΟ...




Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα Welt amSonntag πρότεινε τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Στρατού, δηλώνοντας ότι, «[η] ύπαρξη του Ευρωστρατού θα βοηθήσει την ΕΕ να χτίσει κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας. Επίσης, με την ύπαρξη του, η Ευρώπη θα μπορεί να εκτελέσει τις υποχρεώσεις της προς τον κόσμο, τη διεθνή κοινότητα».
Ο δε πρόεδρος της Επιτροπής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων της γερμανικής Βουλής Νόμπερτ Ρότγκεν δήλωσε πως «οι Ευρωπαίοι δαπανούν τεράστια χρηματικά ποσά για την άμυνα, τα οποία, αν συνδυαστούν, ξεπερνούν αυτά που δαπανά η Ρωσία. Παρόλα αυτά οι στρατιωτικές δυνατότητες του κάθε κράτους ξεχωριστά παραμένουν ανεπαρκείς για να εξασφαλίσουν την ασφάλεια που επιθυμούμε». 

Του Παναγιώτη Α. Καράμπελα* – 16/03/2015

Κάποιες τέτοιες σκέψεις εμφανίζονται κατά καιρούς εντός της Ε.Ε. οπότε δεν υπάρχει κάτι το καινούργιο εδώ. Αυτό, όμως, που δημιούργησε έκπληξη στους εν Ελλάδι αναλυτές, ήταν η αποδοχή από –ευτυχώς– λίγους Έλληνες συναδέλφους τους αυτής της πρότασης.

Τα βασικό αφήγημα υπέρ της εν λόγω πρότασης κατ’ αυτούς, λέει ότι οι ευρωπαίοι εταίροι μας αντιλαμβάνονται επιτέλους την απειλή που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, και η απειλή της ατίθασης Τουρκίας έχει οδηγήσει σε αφύπνιση τα ευρωπαϊκά ένστικτα αυτοσυντήρησης. Η δε παρουσία του Ευρωπαϊκού Στρατού στα σύνορά μας θα οδηγούσε την Ε.Ε. να παρέμβει ενεργά στην οριστική επίλυση των προβλημάτων μας με την γείτονα χώρα προστατεύοντας τα νέα διευρυμένα Ευρωπαϊκά συμφέροντα που θα μας περιλαμβάνουν. Θα αποτελούσε ένα μήνυμα προς την Τουρκία ότι μια επίθεση στην Ελλάδα θα σήμαινε επίθεση στην Ε.Ε. Επίσης, η άρτια επιχειρησιακή μας εκπαίδευση, ετοιμότητα και εμπειρία θα μεταλαμπαδευτεί στον Ευρωπαϊκό Στρατό και θα είναι απόδειξη συμμόρφωσής μας με τις υποδείξεις των δυτικών μας συμμάχων, που σημαίνει ότι θα πάψουν να μας βλέπουν σαν το «απροσάρμοστο αποπαίδι». Τέλος, πάντα κατά τους υποστηριχτές της «ευκαιρίας» του Ευρωστρατού, πρέπει να επιλέξουμε στρατόπεδο στη διαμάχη με τη Ρωσία και η συμμετοχή μας στο ΝΑΤΟ δεν μας αφήνει περιθώρια για ουσιαστικές διαφοροποιήσεις, οπότε ας μην αλληθωρίζουμε προς Μόσχα.

Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Οι ευρωπαίοι εταίροι μας ΔΕΝ βλέπουν την τουρκική συμπεριφορά ως τόσο προβληματική όσο θέλουμε να νομίζουμε εμείς και πολύ περισσότερο δεν έχει υπάρξει καμία «αφύπνιση» στα όποια «ευρωπαϊκά ένστικτα αυτοσυντήρησης» όσον αφορά την Τουρκία. Η Ε.Ε., βλέπετε, ασχολείται με απειλές –εν είδει αυτοεκπληρούμενης προφητείας– από τη Ρωσία, μια απειλή δηλαδή που η ίδια δημιούργησε σε συνεργασία με τις Η.Π.Α. με τις αψυχολόγητες ενέργειες στο θέμα της Ουκρανίας… Αλλά έστω κι έτσι, αν μιλάμε για κοινό Ευρωστρατό αναγκαστικά θα πρέπει να μιλήσουμε και για κοινή Ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική. Ξεπερνώντας το γεγονός ότι αυτή ούτε υπάρχει, ούτε διαφαίνεται στο ορατό μέλλον ως πιθανό να υπάρξει, ας υποθέσουμε θεωρητικά ότι κάτι τέτοιο δημιουργείται.

Η σκέψη ότι η Ε.Ε. με την ίδρυση του Ευρωστρατού –και της αναγκαστικής συνεπακόλουθης κοινής Ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής– θα δει τα σύνορά μας ως δικά της και ότι θα προστατέψει τα «νέα διευρυμένα Ευρωπαϊκά συμφέροντα», αν και σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται σωστή, παρόλα αυτά εμπεριέχει μια τεράστια παρανόηση. Η θεώρηση των Ελληνικών συνόρων ως Ευρωπαϊκών σε καμία περίπτωση δεν συνιστά αυτόματη υιοθέτηση των Ελληνικών συμφερόντων σαν Ευρωπαϊκά. Αντιθέτως το τι θεωρούμε εμείς ως «το συμφέρον μας» ενδέχεται να είναι τελείως διαφορετικό με τις αντίστοιχες προτεραιότητες των εταίρων μας. Κόκκινες γραμμές που για εμάς είναι ζητήματα π.χ. Τιμής, αξιοπρέπειας αλλά και ιδιαίτερου συμβολισμού, δεν σημαίνουν τίποτα απολύτως γι αυτούς. Το αποδεικνύει περίτρανα ο τρόπος που αντιμετώπισαν το θέμα των Ιμίων ή πως μας αντιμετωπίζουν στο θέμα του ονόματος της ΠΓΔΜ. Αλλά και σε πιο πρακτικά ζητήματα, όπως η τελική χάραξη της υφαλοκρηπίδας ή η συνεκμετάλλευση του Αιγαίου που για εμάς είναι μείζονα, σε μια Ευρώπη που είναι τάξεις μεγέθους πιο μεγάλη και με περισσότερα και πιο πολύπλοκα θέματα προς επίλυση, πιθανή αντίδραση ή επιμονή μας επ’ αυτών να μας κάνει να θεωρηθούμε και πάλι οι ενοχλητικοί, υπερευαίσθητοι, γραφικοί, βαλκάνιοι εταίροι τους. Το προαναφερθέν «απροσάρμοστο αποπαίδι»…

Από τη στιγμή, λοιπόν, που η εξωτερική πολιτική των ευρωπαίων κάθε άλλο παρά πιθανό είναι να ταυτιστεί με την δική μας, ας μην ματαιοπονούμε. Αν νομίζουμε ότι θα προτιμήσουν να πολεμήσουν για την Ελλάδα από το να συμβιβαστούν με τους εξ ανατολών γείτονες, κοιμόμαστε ύπνο βαθύ. Και ο συμβιβασμός, φυσικά, θα γίνει επί δικών μας συμφερόντων, δικαιωμάτων ή/και εδαφών. Εκτός κι αν ξεχάσαμε τους επώδυνους συμβιβασμούς που κάναμε επί Ψυχρού Πολέμου εις βάρος των εθνικών μας συμφερόντων (Διωγμοί στη Πόλη και στη Σμύρνη το ’55, Κυπριακό κτλ.), επειδή «ο εχθρός ήταν η ΕΣΣΔ»;…

Όμως, τα επιχειρήματα εντός των συνόρων υπέρ μιας λύσης τύπου Ευρωστρατού παρουσιάζουν μια ακόμα μεγαλύτερη εκδήλωση αναλυτικής μυωπίας. Εν μέσω μιας οικονομικής κρίσης, που τείνει να γίνει με γοργούς ρυθμούς κρίση εμπιστοσύνης των λαών της Ευρώπης στο ίδιο το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον, υπάρχουν αναλυτές και πολιτικοί που ελπίζουν σε στρατιώτες ξένων χωρών, που σαν άλλο…«ξανθούν γένος» θα έρθουν να μας σώσουν αν χρειαστεί! Προφανώς δεν έχουν παρακολουθήσει ή δεν έχουν καταλάβει τίποτα από όσα συμβαίνουν στις διαπραγματεύσεις, τα eurogroups και στο εσωτερικό των κοινωνιών των βορείων χωρών κυρίως. Χώρες και λαοί που –δικαίως ή αδίκως δεν έχει σημασία– δεν θέλουν να δώσουν τα λεφτά τους στη χώρα μας, θα δεχθούν να δώσουν θυσία τα παιδιά τους;!...

Τέλος, για το ζήτημα της σχέσης μας με τη Ρωσία τα πράγματα είναι απλά. Η διαμάχες και η ένταση στις σχέσεις Δύσης – Ρωσίας είναι πάντα εις βάρος της χώρας μας, η οποία έχει στενότατους δεσμούς, πολλά συμφέροντα, και προοπτικές για ακόμα περισσότερα οφέλη από τη Μόσχα, για λόγους γεωγραφίας, γεωπολιτικών ισορροπιών, γεωστρατηγικής, πολιτισμού κτλ. Η επί της ουσίας άνευ όρων σύμπλευσή μας με τους ευρωπαίους εταίρους μας σε μια νέα πολυεπίπεδη σύγκρουση με τη Ρωσία, όχι απλά δεν έχει να μας προσφέρει τίποτα, αλλά αντιθέτως ίσως να αποδειχθούμε οι μόνοι ουσιαστικά χαμένοι της υπόθεσης, δεδομένου ότι ιδιαίτερα οι βόρειοι εταίροι μας γνωρίζουν να προστατεύουν τα προνομιακά εμπορικά, κυρίως, συμφέροντά τους που εκπορεύονται από τις σχέσεις τους με τη Μόσχα, χωρίς να ρισκάρουν τίποτα άλλο μιας και δεν έχουν τα ανοιχτά μέτωπα της μονίμως ταραχώδους γειτονιάς μας… Γιατί να τους ακολουθήσουμε, λοιπόν, στην νέα ψύχωσή τους με τη Ρωσία, που οι ίδιοι ομολογούν ότι είναι ο δυνητικός αντίπαλος;

Δεν νομίζω ότι αξίζει περισσότερης ανάλυσης το ζήτημα. Αυτό που πρέπει να μας προβληματίζει είναι το πραγματικά θλιβερό γεγονός, ότι παρουσιάζονται τέτοιες ανιστόρητες απόψεις ελαφρά τη καρδία, τέτοιες μέρες που όλα τα γεγονότα και τα δεδομένα δείχνουν ξανά προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Ίσως τελικά, όντως, δεν μαθαίνουμε ποτέ ως έθνος από την ιστορία και τα λάθη μας…


*    Ο Παναγιώτης Α. Καράμπελας είναι Στρατηγικός και Πολιτικός Αναλυτής με εξειδίκευση στην Διαχείριση Κρίσεων, συνεργάτης του Ελληνικού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Αναλύσεων (ΕΛ.Κ.Ε.Δ.Α.).