Υπάρχει διαφορά, μεταξύ μετρητών και ηλεκτρονικών χρημάτων σε εποχές αποπληθωρισμού, όπως αυτή που βιώνουμε – οπότε έχουν κάθε λόγο να επιθυμούν την κατάργηση τους οι κεντρικές τράπεζες, ενώ επίσης κάθε λόγο να αντιδρούν οι Πολίτες.
.Δύο θέματα φαίνεται να απασχολούν τους Γερμανούς σήμερα, εκτός από την προβλεπόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας: (α) σε ποιόν ανήκουν στην πραγματικότητα οι μεγάλοι εισηγμένοι όμιλοι (Δείκτης DAX), καθώς επίσης (β) η επιδιωκόμενη πλήρης κατάργηση των μετρητών χρημάτων (χαρτονομίσματα) στις συναλλαγές, με την αντικατάσταση τους από τα ηλεκτρονικά (πλαστικά).
Όσον αφορά το πρώτο, σύμφωνα με μία μελέτη της ελεγκτικής και συμβουλευτικής εταιρείας EY (Ernst & Young), μίας από τους τέσσερις γίγαντες του κλάδου, ο οποίος δεν είναι λιγότερο «σκοτεινός» ή/και ισχυρός από τις τρεις αδελφές (ανάλυση), το 54% των μετοχών των τριάντα μεγαλυτέρων γερμανικών επιχειρήσεων ανήκει σε ξένα κράτη, το 37% στη χώρα, ενώ το 9% δεν μπορεί να καταταχθεί σε καμία περιοχή του πλανήτη!
Η συμμετοχή των ξένων στις εταιρείες αυτές αυξήθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια, ενώ σε έξι από αυτές το ποσοστό ξεπερνάει το 70% – με τους αμερικανούς να κατέχουν το 20% (από 17% το 2010) των κορυφαίων τριάντα ομίλων, καθώς επίσης με τους Ευρωπαίους εκτός Γερμανίας το 27%.
Εύλογα λοιπόν αναρωτούνται οι Γερμανοί Πολίτες σε ποιόν ανήκει το κράτος τους, το οποίο έχει ιδιωτικοποιήσει τα πάντα – με την πολιτική του δομή να πλησιάζει όλο και περισσότερο αυτήν του παρελθόντος (εθνικοσοσιαλισμός), όπου η δύναμη ευρίσκεται στα χέρια της οικονομικής εξουσίας.
.
Τα μετρητά χρήματα
Όσον αφορά το δεύτερο θέμα, εξετάζεται από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες. Σύμφωνα με την πρώτη, οι συνθήκες στον πλανήτη έχουν αλλάξει εντελώς – οπότε είτε αρνείται κανείς «ξεροκέφαλα» να τις αποδεχθεί, είτε τις αποδέχεται επιδεικνύοντας ωριμότητα και προσαρμόζοντας το οικονομικό του μοντέλο στις νέες συνθήκες.
Η τρίτη δυνατότητα, η διαφορετική οπτική γωνία ουσιαστικά, είναι η προσαρμογή των συνθηκών στο παλαιότερο μοντέλο - η επιστροφή της οικονομίας δηλαδή στο υγιές παρελθόν, η οποία διακωμωδείται σκόπιμα από την ελίτ.
Περαιτέρω, πολλοί σύγχρονοι οικονομολόγοι τοποθετούνται υπέρ της κατάργησης των μετρητών χρημάτων – όταν εμείς
(α) δεν θέλουμε να τους κατηγορήσουμε ισχυριζόμενοι πως «συνοδεύουν μουσικά» το παιχνίδι των τραπεζών – οι οποίες για τα μετρητά χρήματα υποχρεούνται σε εγγυήσεις 100%, ενώ για τα ηλεκτρονικά στην Ευρωζώνη μόλις 1% (10% στις Η.Π.Α., 20% στην Κίνα μειώνοντας την πρόσφατα, 2,5% στην Ελβετία κοκ.),
(β) ενώ δεν υποψιαζόμαστε τη διευκόλυνση της λεηλασίας των Πολιτών, με την έννοια πως θα φορολογούνταν πολύ περισσότερο – αφενός μεν λόγω των βουνών των συσσωρευμένων χρεών (ανάλυση), μεταξύ άλλων επειδή τα κράτη διέσωσαν τις τράπεζες με τα χρήματα των «υπηκόων» τους, αφετέρου επειδή οι μεγάλες πολυεθνικές αποφεύγουν νομότυπα την πληρωμή φόρων, με τις γνωστές μεθόδους (άρθρο).
Σύμφωνα λοιπόν με αυτούς τους οικονομολόγους, οι οποίοι συνήθως συνεργάζονται στενά με την ομάδα των τριάντα (άρθρο), τα μετρητά χρήματα είναι ενοχλητικά – αφού μπορεί κανείς να τα πλαστογραφήσει, να φοροδιαφύγει επειδή δεν αφήνουν ηλεκτρονικά ίχνη, να τα κρατήσει μυστικά από το κράτος κρύβοντας τα στο σπίτι του, να αποφύγει την ανταλλαγή τους όπως στο ενδεχόμενο της δραχμής κοκ.
Εκείνος ο οργανισμός όμως που ενοχλείται περισσότερο από όλους, όσον αφορά τα μετρητά, είναι οι κεντρικές τράπεζες – οι οποίες με τις καταστροφικές, συνεχείς παρεμβάσεις τους αποσυντονίζουν την παγκόσμια οικονομία, εξυπηρετώντας αποκλειστικά και μόνο την παγκόσμια ελίτ, με τη μεταφορά των χρημάτων από τους φτωχούς στους πλουσίους.
Η αιτία είναι η αδυναμία τους να ελέγξουν την πολιτική των επιτοκίων, η οποία είναι τότε μόνο εφικτή, όταν τόσο τα επιτόκια, όσο και ο πληθωρισμός έχουν θετικό πρόσημο. Ειδικότερα, όταν ο πληθωρισμός περιορίζεται (ύφεση), τότε οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να μειώσουν τα βασικά επιτόκια τους μόνο μέχρι το μηδέν – κυρίως λόγω των μετρητών χρημάτων αφού, εάν τα επιτόκια ήταν αρνητικά, εάν δηλαδή οι καταθέτες υποχρεώνονταν να πληρώνουν τόκους αντί να εισπράττουν, τότε μάλλον θα άδειαζαν τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, φυλάσσοντας τα χρήματα στο σπίτι τους δωρεάν.
Αυτός είναι ουσιαστικά ο λόγος που οι εμπορικές τράπεζες εξαιρούν σήμερα τους ιδιώτες καταθέτες από τα αρνητικά επιτόκια – κάτι που δεν χρειάζεται για τους μεγάλους καταθέτες, επειδή φυσικά δεν μπορούν να αποθηκεύουν τόσα χρήματα στα σπίτια τους. .
Τα αρνητικά επιτόκια
Συνεχίζοντας, εάν είχαν καταργηθεί τα μετρητά χρήματα, οι κεντρικές τράπεζες δεν θα ήταν υποχρεωμένες να διαθέτουν τα γνωστά πακέτα ποσοτικής διευκόλυνσης (QE) – αφού θα λειτουργούσαν πλέον τα παραδοσιακά νομισματικά τους όπλα, όπως το βασικό επιτόκιο, το οποίο θα μπορούσε πλέον να είναι αρνητικό.
Υπολογίζεται δε πως στα επίπεδα του -3% θα ήταν αρκετό για να υπάρξει ανάπτυξη, με τα χρήματα να οδηγούνται ξανά στην πραγματική οικονομία – όπου όμως οι αποταμιευτές θα πλήρωναν το λογαριασμό, εισπράττοντας μόλις 97 € για κάθε 100 € που θα κατέθεταν. Φυσικά θα μπορούσαν να τοποθετήσουν τα χρήματα τους στα επενδυτικά προϊόντα των τραπεζών, τα οποία όμως έχουν ρίσκο – ενώ θα ωφελούσαν ξανά τις τράπεζες, οι οποίες χρεώνουν τέτοιου είδους συναλλαγές. .
Η λειτουργία του χρήματος
Περαιτέρω, στα πλαίσια της συζήτησης της κατάργησης των μετρητών, δεν θα ήταν λάθος να ασχοληθεί κανείς με τη λειτουργία του χρήματος – τόσο από την οικονομική της πλευρά, όσο και από τη νομική. Εν προκειμένω, τα χρήματα έχουν τρεις λειτουργίες: είναι ένα μέσον πληρωμών, αποτελούν γενικότερα μία μονάδα συναλλαγών, ενώ βοηθούν στη διατήρηση αξιών.
Όσον αφορά τις πρώτες δύο λειτουργίες, δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ μετρητών και ηλεκτρονικών χρημάτων - αφού όπως και να πληρώνει ή να συναλλάσσεται κανείς, με μετρητά ή με πιστωτική κάρτα, γίνεται το ίδιο αποδεκτή η συναλλαγή, ενώ είναι πάντοτε στο νόμισμα που χρησιμοποιείται.
Όσον αφορά την τρίτη λειτουργία, τη διατήρηση των αξιών, υπάρχουν δύο τρόποι, με τους οποίους μειώνεται η αξία του χρήματος: ο πληθωρισμός, καθώς επίσης ο αποπληθωρισμός, ο οποίος δεν λαμβάνεται συνήθως υπ’ όψιν.
Στην περίπτωση του πληθωρισμού, ο στόχος του οποίου έχει θεσμοθετηθεί από την Ευρωζώνη στο 2% ετησίως, δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ μετρητών και ηλεκτρονικού χρήματος – αφού και οι δύο μορφές χάνουν ετήσια το ίδιο ποσοστό.
Εάν όμως προκληθεί αποπληθωρισμός, τον οποίο δεν έχουν λάβει υπ’ όψιν τους οι νομοθέτες, με αποτέλεσμα να υπάρχει ανάγκη επιβολής αρνητικών επιτοκίων, τότε τα μετρητά χρήματα, τα οποία δεν μπορούν να επιβαρυνθούν με αρνητικά επιτόκια, αποκτούν μεγαλύτερη αξία από τα ηλεκτρονικά – καθοριζόμενη από το ύψος του αρνητικού επιτοκίου.
Επομένως, υπάρχει μία σημαντική διαφορά, μεταξύ μετρητών και ηλεκτρονικών χρημάτων σε εποχές αποπληθωρισμού, όπως αυτή που οδηγούμαστε – οπότε έχουν κάθε λόγο να επιθυμούν την κατάργηση τους οι κεντρικές τράπεζες, ενώ επίσης κάθε λόγο να αντιδρούν οι Πολίτες.
Υπάρχουν φυσικά και άλλοι λόγοι, για τους οποίους δεν είναι ακόμη αποδεκτή η κατάργηση των μετρητών – όπως, για παράδειγμα, η ασφάλεια των καταθέσεων σε περιπτώσεις πλήρους κατάρρευσης των ηλεκτρονικών συστημάτων, όπου κανείς δεν γνωρίζει τι θα συνέβαινε.
Ολοκληρώνοντας, δεν έχουν άδικο όσοι θεωρούν πως με την υιοθέτηση των πλαστικών χρημάτων, θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά τα προβλήματα του ξεπλύματος χρημάτων, της μαύρης εργασίας, της φοροδιαφυγής, του παράνομου εμπορίου κοκ. – οπότε θα έπρεπε να βρεθεί μία λύση, η οποία όμως να μην είναι εις βάρος της συντριπτικής πλειοψηφίας των Πολιτών που δεν εμπλέκονται σε τέτοιου είδους παρανομίες.
Βιβλιογραφία: L. Summers, Rogoff, Bofinger, Munchau
.
Υπενθύμιση (πηγή)
«Άφησε με ελεύθερο να εκδίδω και να ελέγχω τα χρήματα ενός έθνους και δεν με ενδιαφέρει ποιος ψηφίζει τους νόμους του», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά ο M.A. Rothschild, επιφανές μέλος της ομώνυμης ευρωπαϊκής (γερμανικής) ιουδαϊκής οικογένειας, η οποία ίδρυσε στα τέλη του 18ου αιώνα τα γνωστά τραπεζικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Ο δε αμερικανό-καναδός οικονομολόγος J.K. Galbraith, γνωστός υπέρμαχος του φιλελευθερισμού, είχε τονίσει ότι, «Η διαδικασία, με την οποία οι τράπεζες δημιουργούν νέο χρήμα, είναι τόσο απλή, που το μυαλό αηδιάζει».
Αναλυτικότερα, με τη διαδικασία της «δημιουργίας» χρήματος «κατασκευάζεται» ουσιαστικά το «λογιστικό χρήμα», το οποίο στη συνέχεια «διοχετεύεται» στο κυκλοφοριακό σύστημα της Οικονομίας. Το γεγονός αυτό δεν συμβαίνει βέβαια με την εκτύπωση χρημάτων, αλλά με την λήψη δανείων εκ μέρους του δημοσίου, των επιχειρήσεων και των ιδιωτών, από τις εμπορικές τράπεζες – επίσης, με τη δανειοδότηση των ιδιωτικών τραπεζών από τις εκάστοτε κεντρικές τους, ή από την αντίστοιχη μεταξύ τους, στη διατραπεζική αγορά.
Για παράδειγμα, όταν μία εταιρεία (ιδιώτης, δημόσιο) δανείζεται από μία εμπορική τράπεζα, «δημιουργούνται» αυτόματα νέα χρήματα – όπως και όταν η ιδιωτική τράπεζα δανείζει κάποια άλλη ή δανείζεται από την κεντρική. Εκτός αυτού, δημιουργούνται επίσης νέα χρήματα από τις ιδιωτικές τράπεζες, όταν αγοράζουν στοιχεία του Ενεργητικού τους (αξιόγραφα, ακίνητα κλπ), ανοίγοντας πιστωτικό λογαριασμό (όψεως) στον πωλητή, με τον οποίο συναλλάσσονται.
Έτσι λοιπόν, η «δημιουργία» του νέου χρήματος είναι συνδεδεμένη με τη δημιουργία πιστώσεων, ενώ η εξόφληση των πάσης φύσεως δανείων, ή η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού από τις τράπεζες «καταστρέφει», περιορίζει δηλαδή, την υφιστάμενη ποσότητα χρημάτων. Τα «άυλα» χρήματα δε που «παρασκευάζονται» ή «καταστρέφονται» με αυτόν τον τρόπο, ονομάζονται, σε αντίθεση με αυτά που προέρχονται από τα ευγενή μέταλλα, «Fiat Money» – από το λατινικό «fiat», το οποίο μεταφράζεται ως «δημιουργία» (στην προκειμένη περίπτωση, χρήματα που δημιουργούνται από το τίποτα.
Είναι ίσως σκόπιμο να προσθέσουμε εδώ ότι, τα χρήματα που δημιουργούνται με αυτή τη «μαγική» διαδικασία, αντιπροσωπεύουν πραγματικές αξίες (ΑΕΠ), εφόσον δανείζονται έναντι υλικών αξιών (ακίνητα, αξιόγραφα, μετοχές κλπ), οι οποίες «δεσμεύονται» από τις τράπεζες σαν εγγυήσεις.
Όταν όμως οι υλικές αυτές αξίες είναι υπερτιμημένες, όπως στο παράδειγμα των Sub primes (Η.Π.Α., Ισπανία, Ιρλανδία κλπ), όταν δηλαδή υπάρχουν «στρεβλώσεις» στις αγορές, τότε τα χρήματα που δημιουργούνται με το συγκεκριμένο αντίκρισμα είναι εντελώς αδικαιολόγητα – με αποτέλεσμα να «εκβάλλουν» στις γνωστές μας χρηματοπιστωτικές κρίσεις, όπου «καταστρέφονται» (διαγράφονται) στην πραγματικότητα οι υπερβάλλουσες ποσότητες.
Οφείλουμε να σημειώσουμε επίσης ότι, οι εμπορικές τράπεζες επιτρέπεται να δανείζουν στους καταναλωτές (επιχειρήσεις και ιδιώτες), ένα συγκεκριμένο πολλαπλάσιο ποσόν των συναλλαγματικών αποθεμάτων τους (καταθέσεων), στην εκάστοτε κεντρική τράπεζα.
Στην Ευρώπη (ΕΚΤ) είναι υποχρεωμένες να διαθέτουν ένα ελάχιστο απόθεμα καταθέσεων (ρεζέρβα) ύψους 1% – γεγονός που σημαίνει ότι, μπορούν να δανείζουν το 100πλάσιο των καταθέσεων που διατηρούν στην κεντρική τράπεζα, με τη μορφή λογιστικών χρημάτων (θα αλλάξει στο 33Χ, με βάση τη συνθήκη της Βασιλείας ΙΙΙ, αλλά από το 2018 – τόσος ήταν ο «πολλαπλασιαστής» κεφαλαίων στη Lehman Brothers, όταν χρεοκόπησε).
Σε ορισμένες χώρες (Καναδάς, Σουηδία, Μ. Βρετανία) δεν είναι υποχρεωμένες οι ιδιωτικές τράπεζες να διαθέτουν ελάχιστα αποθεματικά κεφάλαια στις κεντρικές. Φυσικά τηρούνται παράλληλα ορισμένοι άλλοι κανόνες, όπως το ύψος των καταθέσεων σε σχέση με την εκχώρηση δανείων – έτσι ώστε να υπάρχει κίνητρο για τις τράπεζες, καθώς επίσης για διάφορους άλλους λόγους.
Ειδικά όσον αφορά τα μετρητά χρήματα, η δημιουργία τους είναι αποκλειστικό «προνόμιο» της εκάστοτε κεντρικής τράπεζας – αν και αποτελούν ένα ελάχιστο μέρος (περί το 3%), της συνολικής ποσότητας χρήματος, ενώ βαίνουν συνεχώς μειούμενα.
Η αιτία της μείωσης των μετρητών χρημάτων, ανεξάρτητα με τα όσα συνήθως λέγονται, είναι η περιορισμένη ωφέλεια (κερδοφορία) των τραπεζών, αφού δεν μπορούν να 100πλασιαστούν ανάλογα – παράλληλα με το ότι απαιτούνται ίσου ύψους καταθέσεις των εμπορικών, στις κεντρικές τράπεζες.
Αυτός είναι ουσιαστικά ο κύριος λόγος, για τον οποίο οι συναλλαγές με μετρητά χρήματα περιορίζονται συνεχώς, ακόμη και νομοθετικά, αντικαθιστάμενες με το «πλαστικό χρήμα», με τη χρήση επιταγών ακόμη και για μικρά ποσά κλπ. Οι τράπεζες αντιπαθούν λοιπόν τις συναλλαγές με μετρητά, επειδή διαθέτουν συνήθως πολύ περιορισμένα αποθέματα πραγματικών χρημάτων – για κανέναν άλλο λόγο.
Συνεχίζοντας, από τα παραπάνω τεκμηριώνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η «τοκογλυφική» λειτουργία των τραπεζών, η οποία δεν είναι «σχήμα λόγου», αλλά απτή πραγματικότητα. Για παράδειγμα, όταν μία τράπεζα διαθέτει καταθέσεις ενός εκατομμυρίου στην κεντρική μπορεί, σύμφωνα με όσα έχουμε αναφέρει, να δανείζει 100 εκατομμύρια – δηλαδή, 99.000.000 περισσότερα από αυτά που διαθέτει. Εάν χρεώνει λοιπόν επιτόκιο 5%, κερδίζει ετήσια 5.000.000, διαθέτοντας καταθέσεις ύψους 1.000.000.
Επομένως, κερδίζει 500% ετησίως στο ποσόν που πραγματικά «επενδύει» – ένα εξόφθαλμα τοκογλυφικό επιτόκιο, άνω του 40% μηνιαία (οι τοκογλύφοι κερδίζουν πολύ λιγότερα).
Εάν συμπληρώσουμε δε ότι οι τράπεζες, με διάφορα τεχνάσματα πολλαπλασιάζουν ακόμη περισσότερο τον «αέρα» που δανείζουν (για παράδειγμα, όταν ασφαλίζουν τα δάνεια τους, θεωρούνται σαν να μην υπάρχουν – έτσι λειτούργησαν οι τράπεζες με τα γνωστά μας πια CDS, τα Credit Default Swaps), τότε τα επιτόκια που απολαμβάνουν στο αρχικό τους εγγυητικό κεφάλαιο του 1.000.000, ξεπερνούν κατά πολύ το 500% ετησίως.