ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΙΛΙΑΡΔΟΣ
Αν και η Ευρώπη θεωρεί πως είναι, μέσω της ΕΚΤ, οχυρωμένη απέναντι σε μία ελληνική χρεοκοπία, δεν πρέπει να είναι τόσο σίγουρη, ειδικά εάν κατέρρεε παράλληλα η Deutsche Bank – ενώ η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να μην παίζει ανεύθυνα με τη φωτιά.
«Δυστυχώς στη ζωή δεν φτάνει να έχει κανείς το δίκιο με το μέρος του – εάν δεν διαθέτει την ικανότητα, τη δυνατότητα και τις προϋποθέσεις να το διεκδικήσει με επιτυχία».
H απλή λογική, σύμφωνα με την οποία μόνο εάν η οικονομία σταθεί στα πόδια της και αρχίσει να αναπτύσσεται, θα μπορεί να πληρώνει η Ελλάδα τα χρέη της, δεν γίνεται αποδεκτή από τους δανειστές – οπότε φαίνεται να μην ενδιαφέρονται ούτε για τη διάσωση της χώρας μας, ούτε για το ευρώ, ούτε για τα χρήματα που μας δάνεισαν, ερήμην τους φυσικά, οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι.
Από την άλλη πλευρά, οι απαιτήσεις για νέες μειώσεις των μισθών και των συντάξεων, όταν τα τελευταία χρόνια έχουν περιορισθεί τουλάχιστον κατά 40%, καθώς επίσης για αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών, θα οδηγούσαν εύλογα τη χώρα μας σε μία ακόμη πιο βαθιά ύφεση - οπότε δεν θα βοηθούσαν ούτε την Ελλάδα, ούτε τους πιστωτές της.
Επομένως, κάτι άλλο επιδιώκεται, το οποίο οφείλει να αναζητήσει κανείς – γνωρίζοντας πως το βασικό θέμα δεν είναι η υπογραφή μίας οποιασδήποτε συμφωνίας, αλλά η βιωσιμότητα της σε μακροπρόθεσμο χρονικό διάστημα, καθώς επίσης οι δυνατότητες εφαρμογής της.
Με δεδομένο όμως το ότι, αφενός μεν δεν φαίνεται να συμπεριλαμβάνει τη διαγραφή χρέους, οπότε δεν θα είναι βιώσιμη, αφετέρου δεν θα είναι «συμβατή» με την αριστερή ιδεολογία της κυβέρνησης και επομένως δύσκολα θα την τηρήσει αφού δεν την πιστεύει, οι απαιτήσεις της Τρόικα αποκτούν νόημα.
Ειδικότερα, φαίνεται καθαρά πως η λογική που κρύβεται πίσω από τις υπερβολές των δανειστών, δεν είναι άλλη από το να υποχρεωθεί το κυβερνών κόμμα είτε να αλλάξει έμπρακτα πολιτικές πεποιθήσεις, υιοθετώντας τη νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση της Ευρωζώνης, είτε να οδηγήσει την Ελλάδα στη χρεοκοπία – με την Ευρώπη να δείχνει πλέον διατεθειμένη να πάρει το ρίσκο της ελληνικής πτώχευσης, έχοντας την άποψη πως οι οικονομικοί κίνδυνοι είναι ελεγχόμενοι εκ μέρους της πολύ περισσότερο, από ότι οι πολιτικοί κίνδυνοι (άνοδος αντίστοιχων κομμάτων στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Ιρλανδία κλπ. με ανάλογες απαιτήσεις), εάν ενέδιδε στις «αριστερές» απαιτήσεις της χώρας μας.
Στα πλαίσια αυτά, οφείλουμε να τονίσουμε πως η σημερινή οικονομική και διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας είναι δυστυχώς πολύ χειρότερη, σε σχέση με την αρχή του έτους – λόγω των τεράστιων σφαλμάτων, καθώς επίσης των καθυστερήσεων της κυβέρνησης. Όσον αφορά δε τις τράπεζες τα εξής:
.
Οι ελληνικές τράπεζες
Εάν δεν υπάρξει καμία συμφωνία ή, έστω, παράταση του προγράμματος που λήγει στις 30 Ιουνίου, τότε η Ελλάδα θα θεωρηθεί αφερέγγυα, οπότε τα ομόλογα του δημοσίου που κατέχουν οι τράπεζες θα θεωρηθούν μηδενικής αξίας - με πιθανό αποτέλεσμα, το οποίο όμως εξαρτάται από το ύψος (συνολική αξία) των ομολόγων που διαθέτουν, να καταστούν και οι ίδιες αφερέγγυες.
Η κατάσταση αυτή θα είναι προβληματική για την ΕΚΤ, επειδή έχει δηλώσει επανειλημμένα πως η παροχή ρευστότητας εκ μέρους της προς το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, εξαρτάται από τη συμφωνία της χώρας με τους πιστωτές της – ενώ, από μήνες τώρα, δεν δέχεται τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου από τις τράπεζες, ως εγγύηση για τη δανειοδότηση τους.
Εάν λοιπόν οι τράπεζες καταστούν αφερέγγυες, η ΕΚΤ θα πρέπει να σταματήσει την έκτακτη παροχή ρευστότητας (ELA) – με αποτέλεσμα να χρεοκοπήσουν ακαριαία, αφού δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν στις αναλήψεις των καταθετών τους.
Εν τούτοις, αφενός μεν οι καταθέσεις των Ελλήνων κάτω των 100.000 € είναι εγγυημένες από την Ευρώπη, αφετέρου δεν έχει συμβεί ποτέ μέχρι σήμερα η κεντρική τράπεζα μίας χώρας, η ΕΚΤ για την Ελλάδα στην προκειμένη περίπτωση, να χρεοκοπήσει τις τράπεζες της – ενώ η πτώχευση των ελληνικών τραπεζών θα οδηγούσε στην αντίστοιχη της Τράπεζας της Ελλάδας, αφού αυτή εγγυάται για την έκτακτη ρευστότητα (ELA), κάτι που θα ήταν επίσης πρωτόγνωρο. Ή κατάσταση πάντως του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί, δεν είναι καθόλου καλή.
Ολοκληρώνοντας, η μείωση των καταθέσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων είναι πραγματικά εντυπωσιακή – επεξηγώντας το λόγο, για τον οποίο οι τράπεζες έχουν ανάγκη από το πανάκριβο ELA, για να ανταποκριθούν στις ανάγκες τους.
Ειδικά την Παρασκευή, όταν ανακοινώθηκε η αποχώρηση του ΔΝΤ, οι αναλήψεις έφτασαν στα 600 εκ. € (πηγή) - γεγονός που υποδηλώνει την τεράστια πλέον ευαισθησία των Ελλήνων, απέναντι σε τέτοιου είδους γεγονότα. Όσον αφορά τώρα τον τρόπο, με τον οποίο έχει οχυρωθεί η Ευρωζώνη, τα παρακάτω:
Η οχύρωση της Ευρωζώνης
Η ΕΚΤ έχει ήδη προετοιμαστεί από τις 22 Ιανουαρίου του 2015, λίγο πριν τις εκλογές δηλαδή και προβλέποντας το αποτέλεσμα τους, όπως είχαμε τότε επισημάνει (άρθρο), για το ενδεχόμενο μίας ελληνικής χρεοκοπίας – ανακοινώνοντας το γιγαντιαίο πακέτο ποσοτικής διευκόλυνσης (QE), ύψους σχεδόν 1,2 τρις €.
Το ποσόν αυτό, συγκριτικά με το μέγεθος της ευρωπαϊκής αγοράς ομολόγων, είναι πολύ μεγαλύτερο από τα αντίστοιχα πακέτα των Η.Π.Α., της Μ. Βρετανίας ή της Ιαπωνίας – γεγονός που σημαίνει πως δεν υιοθετήθηκε μόνο για αναπτυξιακούς λόγους αλλά, επίσης, για την προστασία της Ευρωζώνης απέναντι σε ένα χρηματοπιστωτικό κραχ, ανάλογο με αυτό της Lehman Brothers (613 δις $).
Επομένως, η ΕΚΤ έχει πλέον τη δυνατότητα να τυπώνει χρήματα (αγορά ομολόγων), σχεδόν σε απεριόριστες ποσότητες, οπότε να επηρεάζει σημαντικά τα επιτόκια δανεισμού των χωρών της Ευρωζώνης, πιέζοντας τα προς τα κάτω – γεγονός που μάλλον δεν έχει γίνει κατανοητό από τη νέα ελληνική κυβέρνηση. Το σενάριο δε είναι το εξής:
.
«Εάν υποθέσουμε πως η Ελλάδα χρεοκοπούσε μαζί με τις τράπεζες της, τότε οι επενδυτές θα έχαναν τα ομόλογα και τις μετοχές τους, ενώ οι καταθέτες θα έχαναν τα χρήματα τους άνω των 100.000 €, όπως συνέβη στην Κύπρο – φυσικά δε, θα αργούσαν να πάρουν τα χρήματα κάτω των 100.000 € που εγγυάται η Ευρώπη.
Πιθανολογείται λοιπόν πως οι καταθέτες των άλλων υπερχρεωμένων χωρών, της Ιταλίας, της Ισπανίας ή της Πορτογαλίας, φοβούμενοι ανάλογες καταστάσεις, θα μετέφεραν τα χρήματα τους στις τράπεζες της Γερμανίας ή της Γαλλίας – ενώ οι επενδυτές θα πουλούσαν τα ομόλογα των κρατών και τις μετοχές/ομολογα των τραπεζών, όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
Το αποτέλεσμα θα ήταν η χρεοκοπία των τραπεζών των παραπάνω υπερχρεωμένων κρατών, λόγω των «επιθέσεων» (Bank runs), η κατακόρυφη άνοδος των επιτοκίων δανεισμού του δημοσίου, καθώς επίσης η κατάρρευση των ομολόγων τους – οπότε η αδυναμία εξυπηρέτησης των χρεών των χωρών αυτών οι οποίες, λόγω μεγέθους, δεν θα μπορούσαν πλέον να διασωθούν από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης».
.
Μετά τον Ιανουάριο όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει σημαντικά – αφού, εάν οι επενδυτές σε κάποια άλλη χώρα αντιδράσουν πουλώντας τα ομόλογα της, η ΕΚΤ θα τα αγοράσει πιέζοντας ξανά προς τα κάτω τα επιτόκια – ενώ, εάν οι Ιταλοί καταθέτες μεταφέρουν τα χρήματα τους στη Γαλλία, για παράδειγμα, η ΕΚΤ θα τα στείλει πίσω στην Ιταλία, μέσω του διατραπεζικού συστήματος (με την παροχή έκτακτης ρευστότητας ELA, Target II κοκ.).
Προφανώς δεν υπάρχει κανένα ανώτατο όριο, όσον αφορά την επιστροφή των καταθέσεων στις χώρες προέλευσης τους, αρκεί οι εγχώριες τράπεζες να παραμείνουν φερέγγυες – κάτι που είναι εξασφαλισμένο για εκείνο το χρονικό διάστημα που η ΕΚΤ θα αγοράζει τα ομόλογα των κρατών τους (οπότε συνεχώς).
Οι δυνατότητες αυτές της ΕΚΤ δεν υπήρχαν προηγουμένως, επειδή απαγορευόταν από τη συνθήκη του Μάαστριχτ – κάτι που έχει αλλάξει, αφού η ΕΚΤ, διαθέτοντας πλέον το δικαίωμα του μονεταρισμού των χρεών, μετετράπη σε έναν πραγματικό δανειστή ύστατης ανάγκης, όπως η Fed, η Τράπεζα της Ελβετίας κοκ.
Εν τούτοις την Παρασκευή, όταν ανακοινώθηκε η αποτυχία των διαπραγματεύσεων της Ελλάδας με την Τρόικα, το ρίσκο των ομολόγων της Ευρωζώνης εκτινάχθηκε στα ύψη (γράφημα) – γεγονός που τεκμηριώνει την άποψη μας, σύμφωνα με την οποία οι αγορές δεν έχουν προεξοφλήσει μία ελληνική χρεοκοπία, παρά τα όσα λέγονται.
Εκτός αυτού, κανένας δεν μπορεί να αποκλείσει πως δεν θα συμβεί παράλληλα μία τραπεζική χρεοκοπία, αφού το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρώπης είναι εξαιρετικά επικίνδυνο (άρθρο) – ενώ η μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας, η Deutsche Bank, εκτεθειμένη σε παράγωγα στοιχήματα ύψους 75 τρις $, θα μπορούσε να είναι η πρώτη υποψήφια χρεοκοπίας, με βάση μία σειρά ενδείξεων.
Υπάρχουν δε πολλές άλλες χώρες, οι οποίες αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα, παρά το ότι διατηρούνται κρυφά, όπως η Αυστρία, η Ολλανδία, η Φιλανδία κοκ. – οπότε δεν έχει κανένας τη δυνατότητα να προβλέψει το ποσόν που θα χρειαζόταν, χωρίς καν να συμπεριλαμβάνουμε τα γεωπολιτικά ρίσκα.
.
Επίλογος
Δεν μπορούμε φυσικά να προβλέψουμε τι θα συμβεί με τις επόμενες διαπραγματεύσεις, ούτε τις συνέπειες που θα είχε για την Ευρωζώνη και για τον πλανήτη μία ελληνική χρεοκοπία, όσο και αν η Ευρώπη θεωρεί πως είναι επαρκώς οχυρωμένη απέναντι σε ένα τέτοιο γεγονός – πόσο μάλλον εάν ακολουθούσε ταυτόχρονα ή αργότερα ένα άλλο συμβάν όπως, για παράδειγμα, η κατάρρευση της Deutsche Bank, η οποία δεν είναι καθόλου απίθανη (ανάλυση), ή κάποιο άλλο ανάλογο γεγονός.
Φυσικά η χρεοκοπία σήμερα, με άδεια τα δημόσια ταμεία, θα ήταν εξαιρετικά επώδυνη για την Ελλάδα, κάτι που ίσως δεν συνειδητοποιεί όσο πρέπει η κυβέρνηση – αφού θεωρεί πως η χώρα θα μπορούσε να επιβιώσει με τα σημερινά έσοδα του δημοσίου, χωρίς να υπολογίζει πως ένα μεγάλο μέρος τους θα χανόταν ξαφνικά. Τυχόν χρεοκοπία δε των τραπεζών θα οδηγούσε την Ελλάδα στο χάος, καθώς επίσης την ίδια στην καταστροφή – κατά το προηγούμενο της Αργεντινής.
Στα πλαίσια αυτά θα ήταν καλύτερα να μην παίζουν με τη φωτιά ούτε η καγκελάριος, ειδικά ο υπουργός οικονομικών της, ούτε ο πρωθυπουργός μας – αφού, εάν ξεκινήσει μία αλυσιδωτή έκρηξη, κανένας δεν θα μπορεί πλέον να τη σταματήσει, ούτε να προβλέψει επακριβώς τα αποτελέσματα της.
Απαιτείται επομένως ένας πραγματικά έντιμος και δίκαιος συμβιβασμός (ανάλυση), ο οποίος θα κόστιζε ίσως ακριβά (πολιτικά) και στους δύο συμμετέχοντες, λόγω των τεράστιων διαπραγματευτικών σφαλμάτων τους, καθώς επίσης των επικοινωνιακών λαθών τους, αλλά όχι στους Πολίτες των χωρών τους - οι οποίοι δεν πρέπει να πληρώνουν συνεχώς τα λάθη των ηγεσιών τους.
.
Σημείωση: Οι ενδείξεις των τελευταίων δεκαπέντε μηνών που έχουν σχέση με την πιθανή κατάρρευση της Deutsche Bank, η έκθεση της οποίας στα παράγωγα, ύψους 75 τρις €, είναι εικοσαπλάσια του ΑΕΠ της Γερμανίας, είναι οι εξής:
(α) Τον Απρίλιο του 2014 αναγκάσθηκε να αυξήσει τα κεφάλαια της (Tier 1) κατά 1,5 δις €, γεγονός που προβλημάτισε αρκετούς.
(β) Ένα μήνα αργότερα ανακοίνωσε την πώληση μετοχών αξίας 8 δις €, με έκπτωση έως και 30%, για να αυξήσει τη ρευστότητα της – κάτι που δεν θεωρήθηκε καθόλου φυσιολογικό.
(γ) Το Μάρτιο του 2015 απέτυχε στα τραπεζικά τεστ αντοχής, λαμβάνοντας την αυστηρή προειδοποίηση να καλύψει τα κεφαλαιακά κενά της.
(δ) Τον Απρίλιο του 2015 επιβεβαίωσε την από κοινού συμφωνία με τις Η.Π.Α. και τη Μ. Βρετανία, όσον αφορά τις «ατασθαλίες» της (Libor) – αναλαμβάνοντας την υποχρέωση καταβολής 2,1 δις στο Υπουργείο Δικαιοσύνης των Η.Π.Α.
(ε) Το Μάιο ο διευθύνων σύμβουλος της ζήτησε και έλαβε αυξημένες δικαιοδοσίες από το ΔΣ – κάτι που συνηθίζεται μόνο σε περιόδους κρίσης, όπου απαιτείται αυξημένη εκτελεστική εξουσία.
(στ) Τις 5 Ιουνίου η Ελλάδα δεν πλήρωσε το ΔΝΤ, με τον κίνδυνο της αθέτησης των πληρωμών των υποχρεώσεων της να αυξάνεται κατακόρυφα – γεγονός που θα είχε τεράστιες επιπτώσεις για τη γερμανική τράπεζα, λόγω των παραγώγων.
(ζ) Το αμέσως επόμενο Σαββατοκύριακο (6/7 Ιουνίου του 2015), μετά το ελληνικό συμβάν, ανακοινώθηκε απρόσμενα η αποχώρηση των δύο διευθυνόντων συμβούλων από την Deutsche Bank – παρά το ότι ένα μήνα πριν είχαν πάρει αυξημένες δικαιοδοσίες.
(η) Στις 9 Ιουνίου η S&P, η οποία στις 11 Ιουνίου υποβάθμισε την Ελλάδα και στις 12 τις ελληνικές τράπεζες, όπως συνήθως συμβαίνει, μείωσε την πιστοληπτική ικανότητα της Deutsche Bank σε ΒΒΒ+ (τρείς βαθμίδες πριν από τα σκουπίδια). Η βαθμίδα αυτή είναι χαμηλότερη από την αντίστοιχη της Lehman Brothers, τρεις μήνες πριν από τη χρεοκοπία της.
Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι ένας σύγχρονος οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου – όπου και δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά για αρκετά χρόνια, με ιδιόκτητες επιχειρήσεις σε όλες τις πόλεις της Γερμανίας. Έχει εκδώσει τρία βιβλία αναφορικά με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, ενώ έχει δημοσιεύσει πάνω από 2.500 αναλύσεις σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα, με κέντρο βάρους την εθνική και διεθνή μακροοικονομία, καθώς επίσης το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.