Έλθωμεν λοιπόν εις τα Μόναχα.
Εκεί ουρανός Κλειστός. Αιωνία Συννεφιά. Αιωνία Μαυρίλα. Αιώνιον Πένθος. Αιωνία Ομίχλη, Αιωνία Πάχνη. Αιωνία Υγρασία. Αιωνία Μούχλα. Αιωνία Σαπίλα. Καμπουρογραμμία Γης. Ξυλογραμμία δένδρων. Και βάρος και πάχος και πύκνα αέρος. Και στούπωμα των πάντων με μπαμπάκια ομίχλης. Ο Ουρανός κλειστός. Η Γη κλειστή. Ο Αέρας κλειστός. Το Σπίτι κλειστόν. Το Ρούχον κλειστόν. Το Σώμα κλειστόν. Ο Άνθρωπος κλειστός. Το Πνεύμα κλειστόν. Ο Ουρανός σκότος. Η Γη πένθος. Τα Φώτα λύπη. Τα Ζώα μελαγχολία. Ο Αέρας υγρά πηκτή μαυρίλα. Όλος ο ΕΞΩ ΚΟΣΜΟΣ σπρώχνει τον Άνθρωπον εις ένα καταφύγιον, εις ένα υπόγειον. Και εκεί ζη μίαν ζωήν τεχνητήν. Το Πνεύμα και αι Τέχναι είναι Επιστήμαι, είναι Μηχανήματα, εμπορεύματα, βιομηχανήματα. Κάμετε μίαν εικόνα, ένα άγαλμα, όπως και κάθε άλλη μηχανή και βίδα.
Και ζη εκεί με ένα ψεύτικον Φως, μίαν ζωήν ψεύτικην. Ψεύτικον Φως. Ψεύτικον πνεύμα. Ψεύτικαι τέχναι. Γνωρίζει το αληθινόν φως, το αληθινόν πνεύμα, την αληθινήν τέχνην από την Ελλάδα, την Ιταλίαν, τα βιβλία. Ο Ευρωπαίος μιμείται την Εξωτερικήν Φύσιν με την Εσωτερικήν του Φύσιν…
…Ένας Γερμανός, λόγου χάριν, με Σώμα υλικής συστάσεως και γραμμικής λεπτότητος Πελασγικού βάθρου, με στόμαχον, εις τον οποίον η μπίρρα αγωνίζεται να τρίψη τα δυνατώτερα λουκάνικα και τα ξυλωδέστερα λαχανικά, με εγκέφαλον παχύν, βαρύν, πυκνόν, σκοτισμένον, ομιχλώδη, λαβυρινθώδη από τους εσωτερικούς ατμούς των ζυμώσεων και στουμπωμένον ακόμη και από τον πεπιεσμένον ατμόν εκατόν ατμοσφαιρών της ομιχλογερμανοσοφίας και ακόμη από τους καπνούς της πίπας, μιμείται ό,τι βλέπει, πάντοτε… με ένα ζευγάρι γυαλιά, συνήθως με δύο, όχι σπανίως με τρία, και εκφράζει διά της Τέχνης του ό,τι είναι η Γη του και ό,τι είναι αυτός.
Έπειτα το βλέπει, το ευρίσκει όμοιον, του αρέσει κα έπειτα τρέχει, φορεί τη ρόμπα του, φορεί τη σκούφια του, ανάβει την σόμπα του, κρεμιέται εις την πίπαν του, μένει εκεί οκτώ μήνες και σου πετά 32 τόμους Αισθητικής, όπου όλο το Ωραίον της οικουμένης εξηγείται, σχολιάζεται, διορθώνεται, κατά την ρόμπα, την πίπα, την σκούφια και την βαρβαροσαπίλα κάθε Φονπρίτς, Μπουρούμπρουμπούψ, Γκεμποργκενλιούχενχφστυξ.
Τί διάβολον θέλει ο Γερμανός, ο Σουηδός, ο Παρισινός, ο Λονδρέζος να ομιλή διά πράγματα… που δεν βλέπει! Και να νομοθετή επί πραγμάτων που δεν βλέπει. Αι γραμμικοί και χροϊκαί τέχναι όλαι είναι Γραμμαί και Χρώματα. Και ο κάθε Γερμανός, Σουηδός, Παρισινός, Λονδρέζος πηγαίνει… εις την Ιταλίαν δια να ιδή ουρανόν, αέρα, σύννεφα, γην, φυτά, ζώα, δια να ιδή Γραμμάς και Χρώματα!
Εις τον τόπον του ο Γερμανός ζωγράφος βλέπει: Μίαν πεδιάδαν ολόκληρον, ένα ουράνιον αλισιβωτόν χρώμα, του οποίου η πάχνη, η ομίχλη, η καταχνιά, την πλακώνει, την στουμπώνει, πνίγει κάθε κρότον, κάθε σχήμα, κάθε γραμμήν και την παρουσιάζει ένα πράσινον υγρόν ομιχλόχρωμα. Τραβά λοιπόν δέκα πινελιές με πινέλο πλατύ Σοφατζή, από μπογιά στάχτη της μπουγάδας, άλλες δέκα πράσινες από κάτου και η εικών του είναι καμωμένη. Μία αγελάδα είναι εμπρός του και του κάνει κόρτε. Διότι και η αγελάδα εκεί είναι κοντόφθαλμη, διότι και η αγελάδα εκεί διαβάζει φιλοσοφικά συγγρόματα…
Περικλής Γιαννόπουλος, «Ελληνική Γραμμή και το Ελληνικόν Χρώμα»