Σημείωση ardin-rixi.gr: To κείμενο αυτό γράφηκε πριν από έναν περίπου χρόνο. Την περίοδο πριν τις ευρωεκλογές. Το επαναφέρουμε σήμερα, καθώς εν τέλει η Σία Αναγνωστοπούλου υπουργοποιήθηκε, και μάλιστα στην θέση του Υπουργείου Εξωτερικών, αρμόδια για τις ‘ευρωπαϊκές υποθέσεις’ (το κυπριακό, βεβαίως, αν ανοίξει από το Φθινόπωρο θα ανοίξει ως ‘ευρωπαϊκό πρόβλημα’)…
Η Σία Αναγνωστοπούλου, το Σχέδιο Ανάν και το Νέο Σχέδιο
του Γιώργου Ρακκά
Δεν πρόλαβε να στεγνώσει το μελάνι του διαβόητου «Κοινού Ανακοινωθέντος» και η Σία Αναγνωστοπούλου επιδόθηκε σε νέο αγώνα –εντός του ΣΥΡΙΖΑ αυτήν την φορά, μιας και πλέον είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος και υποψήφιά του στις τελευταίες ευρωεκλογες– για να πείσει την αξιωματική αντιπολίτευση να στηρίξει αυτήν την νέα πρωτοβουλία του «διεθνούς παράγοντα» για την ολική επαναφορά του σχεδίου Ανάν.
Με κείμενο που συνυπογράφει με τον Αδάμο Ζαχαριάδη και τον βουλευτή Δράμας Χρήστο Καραγιαννίδη[1], επαναλαμβάνει σχεδόν τα ίδια επιχειρήματα (η ρητορική της «ύστατης ευκαιρίας») με εκείνα που επιστράτευσε εκείνην την ‘θερμή’ άνοιξη του 2004, ώστε να πείσει την ελληνοκυπριακή και την ελλαδική αριστερά για την αναγκαιότητα αποδοχής του Σχεδίου Ανάν.
Ωστόσο, μια σύντομη έρευνα του ρόλου που διαδραμάτισε εκείνην την εποχή, και των επιχειρημάτων πάνω στα οποία στήριξε τον αγώνα της υπέρ του ΝΑΙ – καταδεικνύει πως οι θεμελιώδεις πολιτικές εκτιμήσεις πάνω στις οποίες στηρίζει την θέση της όχι έχουν διαψευσθεί πανηγυρικά. Επιπρόσθετα, τα ίδια τα πεπραγμένα της σε σχέση με το ζήτημα, εκθέτουν τις πιο βασικές ιδεολογικές παραμέτρους πάνω στις οποίες στηρίζει την προσέγγιση του ελληνο-κυπριακού ζητήματος.
«Εν αρχή ην ο Λόγος, δηλαδή τα γεγονότα», λοιπόν, για να επαναλάβουμε κάτι που η ίδια έγραψε σε κείμενο υπέρ του Σχεδίου Ανάν, που συνυπόγραφε με τον Γιάννη Παπαδόπουλο και δημοσιεύθηκε στην Αυγή, στις 4 Απριλίου 2004[2].
Κατ’ αρχάς η σχέση της Σίας Αναγνωστοπούλου με την «υπόθεση Σχέδιο Ανάν» δεν είναι «εξωτερική» — απλώς και μόνο, μιας στρατευμένης πανεπιστημιακού που βλέπει στην προοπτική της επίλυσης του Κυπριακού «μιαν ευκαιρία» για την Αριστερά στο νησί, όπως η ίδια αρέσκεται να υποστηρίζει.
Ήταν, σύμφωνα με το βιογραφικό που αναρτάται σε ιστοσελίδα του Παντείου Πανεπιστημίου, «υπεύθυνη της ερευνητικής ομάδας του Υπουργείου Εξωτερικών της Κύπρου για θέματα που αφορούσαν την Τουρκία και την Τουρκοκυπριακή κοινότητα»[3] κατά την τελευταία τριετία της διακυβέρνησης Κληρίδη, όταν υπουργός εξωτερικών διατελούσε ο νυν υπουργός της Κυπριακής Δημοκρατίας, Γιάννης Κασουλίδης. Είναι κοινός τόπος ότι κατά την τελευταία της τριετία, και πριν παραδώσει την σκυτάλη στον Τάσσο Παπαδόπουλο, η κυβέρνηση Κληρίδη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση του Σχεδίου Ανάν – ενώ προσπάθησε να «δεσμεύσει» την κυπριακή Δημοκρατία σε αυτό, παραμονές μάλιστα των προεδρικών εκλογών στην Κύπρο.
Ποιος άραγε να ήταν ο ρόλος της ερευνητικής ομάδας του Υπουργείου Εξωτερικών της Κύπρου, είναι άγνωστο, καθώς το έργο τέτοιων ομάδων δεν δημοσιοποιείται. Ωστόσο από τον τίτλο της, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η «ομάδα» ενημέρωνε τον Υπουργό εξωτερικών για την κατάσταση στα κατεχόμενα και την Τουρκία, το κλίμα, τις θέσεις τους, το πώς αντιδρούν στις διαπραγματεύσεις κ.ο.κ.
Ποια όμως ήταν τότε η αντίληψη και οι εκτιμήσεις της Σίας Αναγνωστοπούλου –που προφανώς τροφοδότησαν αντίστοιχες εισηγήσεις προς τον Υπουργό Γ. Κασουλίδη–; Μπορούμε να την συνάγουμε από την σχετική της αρθρογραφία. Στο προαναφερόμενο άρθρο της (Αυγή 4/4/2004) δίνει ένα σύντομο ιστορικό των γεγονότων που οδήγησαν στην συνάντηση της Λουκέρνης, υπό τον Τάσσο Παπαδόπουλο:
α) «Στη συνάντηση της Χάγης τον Μάρτιο 2003 η ελληνοκυπριακή πλευρά με την πλήρη συναίνεση της Ελλάδας αποδέχεται το Σχέδιο ως βάση διαπραγμάτευσης. Η τουρκοκυπριακή πλευρά με τη συναίνεση της Τουρκίας απορρίπτει το Σχέδιο».
β) «Η διπλωματική, λόγω Χάγης, απομόνωση της Τουρκίας, η απόγνωση των Τουρκοκυπρίων, λόγω της μη ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση μαζί με τους Ελληνοκύπριους, ανοίγουν τους ασκούς του Αιόλου τόσο στην Τουρκία όσο και στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Τους κρίσιμους μήνες μεταξύ Απριλίου-Δεκεμβρίου 2003 οι ζυμώσεις είναι δραματικές στην τουρκική/τουρκοκυπριακή πλευρά, ζυμώσεις που οδηγούν στην ανατροπή των εθνικών προτεραιοτήτων της Τουρκίας: το Κυπριακό από μείζον εθνικό πρόβλημα γίνεται δευτερεύον. Μείζον εθνικό πρόβλημα γίνεται η ευρωπαϊκή ένταξη. Οι τουρκοκυπριακές εκλογές του Δεκεμβρίου 2003 αποδεικνύουν του λόγου το αληθές».
γ) «Ακολουθεί η Νέα Υόρκη και η αποδοχή της δεσμευτικής διαδικασίας που επιβάλλουν τα Ηνωμένα Έθνη. Αυτά σε γενικές γραμμές είναι τα σημαντικά γεγονότα μέχρι τη Λουκέρνη όπου συναντώνται οι δύο πλευρές: μια ελληνική / ελληνοκυπριακή πλευρά που επίσημα αποδέχεται το Σχέδιο και επιμένει στην εξασφάλιση της λειτουργικότητας και βιωσιμότητας της λύσης, και μια τουρκική / τουρκοκυπριακή πλευρά που από το μείζον εθνικό πρόβλημα – Κύπρος έχει περάσει στο μείζον εθνικό πρόβλημα – Ευρώπη».
Μετά, κατά την εξιστόρησή της, ακολουθεί η Λουκέρνη όπου ο νεοεκλεγείς, «κακός» και «εθνικιστής» Τάσσος Παπαδόπουλος ανατρέπει όλον τον σχεδιασμό, «εκθέτει» την Ελληνο-κυπριακή πλευρά, η οποία ανταλλάσσει ρόλους με την «αδιάλλακτη» Τουρκία και απομονώνεται.
Απλό, λοιπόν, το σχήμα πάνω στο οποίο στηρίζει την άποψή της: Η αδιαλλαξία της Τουρκίας (υπό την πιέση των παλαιοκεμαλιστών) την οδηγεί σε διπλωματική απομόνωση που θέτει εν αμφιβόλω την ένταξή της στην Ε.Ε.* η τουρκοκυπριακή πλευρά απελπίζεται και προβαίνει σε μια «δημοκρατική ανταρσία» κατά τις εκλογές του Δεκεμβρίου 2003* η τότε νεότευκτη κυβέρνηση Ερντογάν, κύριος πυλώνας εκδημοκρατισμού της Τουρκίας κατά την Σ. Αναγνωστοπούλου, αποφασίζει σύγκρουση με τους παλαιοκεμαλιστές και λέει το μεγάλο «ΝΑΙ». Ο καλός εκδημοκρατιστής Ερντογάν, η ευρωπαϊκή Τουρκία, οι κακοί παλαιοκεμαλιστές –ένα σχήμα που ειρήσθω εν παρόδω υπήρξε επίσημη θέση των τουρκικών κυβερνήσεων του AKP καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 2000[4].
Η εξέλιξη των γεγονότων, βέβαια, θα διαψεύσουν πανηγυρικά την Σία Αναγνωστοπούλου, και θα την αναδείξουν –σε σχέση με την Τουρκία– σε πρωταθλήτρια άστοχων εκτιμήσεων. Το 2010, δήλωνε σε συνέντευξή της στον Τάκη Καμπύλη, τότε συντάκτη της Καθημερινής: «Σήμερα […] ο εκσυγχρονισμός της τουρκικής κοινωνίας που επιχειρείται (κυρίως μέσω Ερντογάν) με την ευρωπαϊκή προοπτική, δεν μπορεί παρά να συνοδευτεί και από μέτρα εκδημοκρατισμού, όπως το απαιτεί η E.E. Θα δούμε ότι εκδημοκρατίζεται και η ταυτότητα. Σήμερα, στην τουρκική εθνική ταυτότητα προστίθεται ως δομικό, ένα στοιχείο που έλειπε από την πρόσφατη προηγούμενη, την κεμαλική: Το Ισλάμ»[5].
Μέσα σε τρία χρόνια από την στιγμή που γράφηκαν εκείνες οι αράδες, η τουρκική κυβέρνηση επιδόθηκε σε μια πρωτοφανή εκστρατεία διάλυσης της γειτονικής Συρίας –με την οποία μέχρι τότε διατηρούσαν εξαίσιες σχέσεις στο πλαίσιο της τουρκο-συριακής επαναπροσέγγισης– χρηματοδοτώντας δυνάμεις που αργότερα θα μετεξελιχθούν στον στρατό της ISIS, και χαλκεύοντας «στοιχεία» και «αποδείξεις» προκειμένου να πείσουν τις ΗΠΑ να αναλάβουν στρατιωτική δράση έναντι του Άσαντ. Και σαν να μην έφτανε αυτό, επιδόθηκε σ’ ένα κρεσέντο εσωτερικού αυταρχισμού. Διαδοχικά: α) Θεσμικό πογκρόμ εναντίον των δυνάμεων του «κοσμικού κράτους» β) Συστηματική προσπάθεια να επιβάλει μια ως τρόπο ζωής μια μονολιθική εκδοχή του τουρκικού σουνιτισμού στο εσωτερικό, με νομοθετήματα που ξεπερνούν κάθε φαντασία (μέτρα για τον περιορισμό της πώλησης αλκοόλ, απαγόρευση των διαχύσεων στο μετρό, απαγόρευση της χρήσης κραγιόν στις αεροσυνοδούς των τουρκικών αερογραμμών κ.ο.κ.), και που δημιουργούν σταδιακά ένα κλίμα διακρίσεων ενάντια κάθε εκδοχής πολιτιστικής διαφορετικότητας στο εσωτερικό της τουρκικής κοινωνίας (κυρίως τους Αλεβίτες, την κοσμική νεολαία, τους Κούρδους). γ) Αιματηρή καταστολή της εξέγερσης στην πλατεία Ταξίμ. δ) Θεσμικό πογκρόμ εναντίον των «Γκιουλενιστών». Πραγματικά μέσα σε δύο μόνο χρόνια, το AKP έκανε οτιδήποτε θα μπορούσε να περάσει από το χέρι του για να μας πείσει ότι ανακαινίζει την επιθετική, αυτοκρατορική παράδοση της Τουρκίας, και ταυτόχρονα στοχεύει στην εγκαθίδρυση ενός ιδιότυπου μοντέρνου σουλτανάτου στο εσωτερικό της χώρας.
Βέβαια, η Σία Αναγνωστοπούλου μετά από την πρωτοφανή έκθεση και διάψευση όσων υποστήριζε από τα ίδια τα γεγονότα, άρχιζε σταδιακά να μεταβάλει την θέση της –δίχως ίχνος αυτοκριτικής– επιστρατεύοντας τις γνωστές ταχυδακτυλουργικές πανουργίες της «διαλεκτικής» διανθισμένες με μια στριφνή ακαδημαϊκή αργκό, καταληπτή μόνο από τους στενά μυημένους σε τέτοιες κωδικοποιήσεις.
Ιδού πως μεταμορφώνεται για την Σία Αναγνωστοπούλου μετά το 2012 το AKP, άλλοτε σταθερά προσηλωμένος προς την Ε.Ε. παράγοντας εκδημοκρατισμού της Τουρκίας: «Ο τουρκικός νεο-εθνικισμός του μεγαλείου, στον οποίο για πρώτη φορά συνυπάρχουν αρμονικά ο τουρκισμός και ο ισλαμισμός και με τον οποίο εκτουρκίζεται το οθωμανικό παρελθόν, χρονολογείται από την εποχή του Τουργκούτ Οζάλ (δεκαετία 1980), κωδικοποιήθηκε το 2001 με το βιβλίο του Αχμέτ Νταβούτογλου (Στρατηγικό βάθος: Η διεθνής θέση της Τουρκίας) και η εκπλήρωσή του διεκδικείται από το ισλαμικό κόμμα του Ερντογάν (ΑΚΠ). Ο νεο-εθνικισμός του ΑΚΠ δεν επιδιώκει την αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με όρους παραδοσιακής επεκτατικής πολιτικής· με το συμβολικό και ιστορικό οπλοστάσιο που αυτή προσφέρει, επιδιώκεται η ηγεμονία της Τουρκίας σε μια μεγάλη περιοχή. Με άλλα λόγια, ο νεο-εθνικισμός του ΑΚΠ αποτελεί μεταφορά του νεοφιλελευθερισμού στην τουρκική διάλεκτο. Μέσα από την επανεπινόηση και επικαιροποίηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το ΑΚΠ κατασκευάζει ένα νέο τουρκικό όραμα, στο οποίο εμπερικλείεται το κεμαλικό (αλλά είναι πιο μεγαλειώδες από αυτό), παράγοντας έναν μεγάλο πολιτισμικό και οικονομικό χώρο προς εξάπλωση: έναν παγκόσμιο μουσουλμανικό χώρο, με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. […] Στο πλαίσιο των υψηλών στόχων, η τουρκική εξωτερική πολιτική συγκροτείται με άξονα τη νέα αποστολή του τουρκικού έθνους: να συμβάλει ηγεμονικά στον ‘εκπολιτισμό’ του μουσουλμανικού κόσμου, στην πολιτική και πολιτισμική μεταρρύθμισή του»[6].
Όσο για τον εκδημοκρατισμό, αυτός μέσα στο 2012 υποβαθμίζεται στα γραπτά της Σ.Α. σε αυταρχισμό, σ’ ένα πρωτοφανές ξεχείλωμα των πολιτικών εννοιών: «Ο νεοφιλελεύθερος εθνικισμός, όπως αυτός του ΑΚΠ, στον οποίο απαραιτήτως εμπεριέχεται και ο παραδοσιακός, σκληρός εθνικισμός, είναι εκ των πραγμάτων φορέας, εσωτερικού καταρχάς, αυταρχισμού, έστω και μέσα από δημοκρατικά σχήματα (υπογράμμιση δική μου). Στον νεοφιλελεύθερο εθνικισμό λοιπόν, όπου η πολιτική αντιμετωπίζεται με αυτοκρατορικούς όρους, ο λαός ορίζεται ως νεο-μιλέτ (κοινότητα με εθνοθρησκευτικές, πολιτισμικές ιδιαιτερότητες), που η επιβίωσή του –πολιτική, πολιτισμική, οικονομική– εξαρτάται από τον βαθμό υπακοής και υποταγής»[7].
Σε μια πιο νεώτερη εκδοχή, βλέπουμε τις δύο θέσεις να συνυπάρχουν στο ίδιο κείμενο: «Το κόμμα του Ερντογάν λοιπόν αποδέσμευσε μια δημοκρατική, χειραφετητική δυναμική στην κοινωνία, και μάλιστα σε μια στιγμή που η Ε.Ε. προέκρινε, για διάφορους λόγους, στον διάλογό της με την Τουρκία, τη δημοκρατία και όχι το δόγμα του εκδυτικισμένου ισχυρού συνεταίρου στην περιοχή. […]
Η σύγκρουση με το «παράλληλο σύμπαν» που έχει φτιάξει μέσα στο κράτος ο Φετουλάχ Γκιουλέν θα μπορούσε να σημάνει βαθύ εκδημοκρατισμό. Αρκεί ωστόσο να παρακολουθήσουμε τους όρους με τους οποίους διεξάγει τη σύγκρουση ο Ερντογάν, για να καταλάβουμε ότι την αντιμετωπίζει ως διαμάχη φατριών, ως μάχη εναντίον των «προδοτών της κοινότητας». Ενσωματώνει στον λόγο του ταυτοχρόνως και τα δύο οράματα: και του στρατού και του πολιτικού Ισλάμ. Δεν επικαλείται λοιπόν τη δημοκρατία και τους δημοκρατικούς θεσμούς, αλλά την οθωμανική περίοδο του Φετρέτ (πόλεμος μεταξύ των διαδόχων του σουλτάνου Βαγιαζήτ Ι, 1402-1413), που έληξε με τη νίκη του μιλλέτ (της εθνοθρησκευτικής κοινότητας), ενώ οικειοποιείται τη γλώσσα του στρατού περί «εθνικών προδοτών»[8].
Αξίζει να φανταστούμε σε ποια δεινή θέση θα βρισκόταν ένα ενδεχόμενο Ανανικό Κυπριακό κράτος –και κυρίως, η «ελληνοκυπριακή κοινότητα» (sic!) εντός του. Τι θέση θα μπορούσε να πάρει για την Συρία, για παράδειγμα με δοσμένο το δυσλειτουργικότατο θεσμικό οικοδόμημά του και ένα πατερναλιστικό κράτος να αξιώνει την ευθυγράμμισή του στην ‘κοινότητα συμφερόντων’ που επιθυμεί να επιβάλει στην ευρύτερη περιοχή. Ή πάλι, πως θα επηρεάζονταν οι ‘διακοινοτικές σχέσεις’ από την αυταρχικότητα της τουρκικής κυβέρνησης και την διάθεσή της να επιβάλλει μια συγκεκριμένη ταυτότητα σε μουσουλμανικούς πληθυσμούς εντός και εκτός των συνόρων του. Όσο για το αν η Τουρκική κυβέρνηση θα σεβόταν την αυτονομία (εδώ γελάμε) της ‘τουρκοκυπριακής κοινότητας’ αρκεί και μόνο να αναλογιστούμε την συμπεριφορά της πάνω στην Μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, η οποία κατά τις συνθήκες δεν είναι καν «τουρκική», για να απαντήσουμε και σε αυτό το ερώτημα. Για να μην αναφερθούμε στο γεγονός ότι το τουρκικό κράτος, χρησιμοποιώντας στην προκειμένη περίπτωση και το μακρύ χέρι του Φεττουλάχ Γκιουλέν, συμπεριφέρεται πατερναλιστικά έναντι κάθε μουσουλμανικής μειονότητας στην Βαλκανική αποσκοπώντας να τις μεταβάλει σε στρατηγικό του παίγνιο.
Ένα άλλο ερώτημα που προκύπτει είναι πως θα αξιολογούσαμε την συμβολή της Σ.Α., με βάσει αυτά που υποστηρίζει για την γειτονική χώρα, στην «ομάδα έρευνας» του κυπριακού υπουργείου εξωτερικών κατά την κρίσιμη περίοδο της διακυβέρνησης Κληρίδη (2000-2003). Άραγε, ρόλος μιας συμβουλευτικής ομάδας είναι να ενημερώνει τον Υπουργό Εξωτερικών γι’ αυτά που συμβαίνουν ή γι’ αυτά που νομίζει ότι συμβαίνουν;
Και σε οποιαδήποτε περίπτωση, τι συμβαίνει αν αυτά που νομίζει ότι συμβαίνουν τυχαίνουν να ταυτίζονται με την εικόνα που προσπαθεί να κατασκευάσει το ίδιο το γειτονικό κράτος για τον εαυτό του;
Κι επίσης, πως μετά από όλα αυτά επανέρχεται το 2014 στην ίδια ρητορική των «τελευταίων ευκαιριών» για να πείσει την αριστερά –πλέον αξιωματική αντιπολίτευση στην Ελλάδα– προκειμένου να συγκατανεύσει στην αξίωση του νέου παράγοντα να επαναφέρει ένα σχέδιο αλά Ανάν παρακάμπτοντας την βούληση του ίδιου του λαού της κυπριακής δημοκρατίας; Στον χώρο της «ακαδημαϊκής αριστεράς» όπου υποτίθεται θάλλει η «κριτική σκέψη» δεν υπάρχει χώρος για mea coulpa, ούτε καν για «αναδραστικό αναστοχασμό» (feedback)[9].
Και, τέλος, πως αν όλα αυτά ισχύουν κάποιος υπερασπίζεται τόσο σθεναρά για την λειτουργικότητα και την αναγκαιότητα μιας τέτοιας συμφωνίας, για λογαριασμό της «αριστεράς» μάλιστα (!);
Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ακραία εργαλειοποίηση του όρου «αριστερά», που λειτουργεί ως μεταφυσικό τρυκ για να δικαιολογήσει εν τέλει τα αδικαιολόγητα. Και το ίδιο συμβαίνει με την επίκληση μιας αφηρημένης «ταξικότητας», η οποία μάλιστα χρησιμοποιείται ενάντια σε όσους επιμένουν να υποστηρίζουν ότι η επιμονή του «διεθνούς παράγοντα» να επιβάλει κάποιο σχέδιο λύσης για την Κύπρο λειτουργεί στο πλαίσιο μιας νέο-αποικιακής συνδιαλλαγής μεταξύ της Δύσης και μιας Τουρκίας που αξιώνει κατά τα λεγόμενα της ίδιας ηγεμονικό σχέδιο –μάλιστα «νεοφιλελεύθερο» και «αυταρχικό»– στην ευρύτερη περιοχή.
Ποια «ταξικότητα» αντέχει όμως την συνεργασία της με την κυβέρνηση του ΔΗΣΥ, και τον Υπουργό, Γιάννη Κασουλίδη[10] –ο οποίος σήμερα προφανώς είναι αντίπαλος ως «μνημονιακός»;
Ποια στοιχειώδης ανάλυση της «ταξικότητας» επιβάλει την συμμετοχή σε εκδόσεις μη-κυβερνητικών οργανώσεων όπως το CDRSEE[11], που χρηματοδοτείται απ’ όλες τις πρεσβείες των κρατών που αξιώνουν νεο-αποικιακό ρόλο στη Δύση, και αρκετές πολυεθνικές επιχειρήσεις; Θα υπενθυμίσουμε στην Σία Αναγνωστοπούλου αυτό που έγραφε η ίδια: «ο ιμπεριαλισμός αντικατοπτρίζει πραγματικούς συσχετισμούς της ταξικής πάλης»[12]. Τι δουλειά, λοιπόν, έχει με μια ΜΚΟ, στην οποία προεδρεύει ο εφοπλιστής Κώστας Καρράς, και χρηματοδοτείται από επιχειρήσεις όπως το Regency Casino και η 3Ε;
Ποια «ταξικότητα» ορίζει την λυσσαλέα υπεράσπιση της διακυβέρνησης του ΑΚΕΛ και του Χριστόφια, εκείνης της κυβέρνησης που διέπραξε το έγκλημα στο Μαρί, και ανέδειξε ως προνομιακό συνομιλητή τον… Βγενόπουλο ανοίγοντας την πόρτα της κυπριακής οικονομίας στα γνωστά του παιχνίδια, που συνέβαλαν καθοριστικά στην καταστροφή της; Αντί για μια οποιαδήποτε στοιχειώδη ανάλυση έχουμε τον απίστευτο αφορισμό, «Όλη η μάχη κατά του ΑΚΕΛ και του Χριστόφια στήθηκε, από την πλευρά των κατ’ επάγγελμα εθνικιστών, πάνω στο άθλιο δεξιό και εθνικιστικό επιχείρημα ότι η Αριστερά είναι ανίκανη να κυβερνήσει, είναι ανίκανη να αναλάβει τα ‘σπουδαία’»[13] που έγραψε στο πλαίσιο μιας πολεμικής της εναντίον του Γιάννη Αϋφαντή επειδή ‘τόλμησε’ να αμφισβητήσει τις προθέσεις του… ΟΗΕ, την διακυβέρνηση Χριστόφια, και βέβαια το περιεχόμενο του νέου Σχεδίου.
Η απάντηση σε όλα αυτά; Προφανώς καμία; Εξ άλλου όπως αποδεικνύεται συστηματικά κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, και αυτό συνέβη λόγω παγκοσμιοποίησης, ο ταξικός παράγοντας διαπλέκεται στενά με τις δι-εθνικές γεωπολιτικές σχέσεις, στο πλαίσιο των οποίων ξεδιπλώνονται νέο-αποικιακά σχέδια και ηγεμονισμοί. Και τότε πως ‘αποκωδικοποιείται’ το «ταξικό» για την Σία Αναγνωστοπούλου; Προφανώς «ταξικό» είναι ό,τι είναι «ανανικό» — δηλαδή ότι συμβάλει στην προώθηση των διεθνών σχεδιασμών για το μέλλον της Κύπρου.
Αντιλαμβάνεται κανείς το τι έχει να γίνει αν στο πλαίσιο κάποιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η Σια Αναγνωστοπούλου λάβει κάποια θέση με ευρύτερες αρμοδιότητες από εκείνην που είχε ως «υπεύθυνη της συμβουλευτικής ομάδας του υπουργείου εξωτερικών» κατά την τριετία 2000-2003 της Προεδρίας Γλαύκου Κληρίδη…
[1] Σία Αναγνωστοπούλου, Χρήστος Καραγιαννίδης, Αδάμος Ζαχαριάδης, «Ας δώσουμε στην ελπίδα την τελευταία της ευκαιρία», ηλεκτρονική επιθεώρηση Red Notebook, 11/02/2014.
[2] Σία Αναγνωστοπούλου – Γιάννης Παπαδόπουλος, «Κυπριακό: Ο ορθός λόγος είναι αντεθνικός (φιλοτουρκικός) και ιμπεριαλιστικός;», Η Αυγή, 04/04/2004.
[3] Πηγή: «http://polhist.panteion.gr/keni/index.php/el/people/41-people/cvs/35-anagnostopoulougr». Προσπελάστηκε 29/08/2014
[4] Είναι πλέον γνωστό ότι ο Ερντογάν και το AKP, εκμεταλλεύτηκε την ‘δημοκρατική προσαρμογή’ της Τουρκίας στο πλαίσιο της ενταξιακής της πορείας στην Ε.Ε. στο πλαίσιο μιας φατριαστικής διαμάχης με τους Κεμαλιστές, που ως στόχο είχε την υποκατάσταση της κεμαλικής εξουσίας με μια νέα, νέο-οθωμανικής κοπής, εξίσου αυταρχικής. Περισσότερα, βλέπε Σταύρος Λυγερός – Κώστας Μελάς, Μετά τον Ερντογάν τι; : Η ρεβάνς του πολιτικού ισλάμ: ΑΟΖ, Κύπρος και διενέξεις στη Μεσόγειο: Το καρκίνωμα του κουρδικού: Ακτινογραφώντας την τουρκική οικονομία, Καστανιώτης, Αθήνα 2013.
[5] Τάκης Καμπύλης, «Η Τουρκική εθνική ταυτότητα», Καθημερινή, 31/01/2010.
[6] Σία Αναγνωστοπούλου, «Ένα παράδειγμα νεοφιλελεύθερου εθνικισμού: η Τουρκία του Ερντογάν», Ενθέματα της Αυγής, 21 Οκτωβρίου 2012.
[7] Ό.π.
[8] Σία Αναγνωστοπούλου, «Τουρκία: Στον αστερισμό της σύγκρουσης Ερντογάν-Γκιουλέν», Ενθέματα της Αυγής, 2 Φεβρουαρίου 2014.
[9] Ο Μάο Τσε Τουνγκ, συνήθιζε κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1950, να λέει για την «δεξιά» και τους αστούς που αναγκάστηκαν να καμουφλαριστούν στις νέες επαναστατικές συνθήκες και «σηκώνουν τις σημαίες της επανάστασης για να καταπολεμήσουν την ίδια την επανάσταση». Στο ίδιο μήκος κύματος, οι διανοούμενοι της ακαδημαϊκής αριστεράς μετατοπίζονται σταδιακά από τις εκ των ουκ άνευ θέσεις που διατηρούσαν κατά την περίοδο του εκσυγχρονισμού και της παγκοσμιοποίησης, τόσο, όσο χρειάζεται για να συνεχίζουν να υποστηρίζουν τις ίδιες πολιτικές επιλογές. Έτσι, αυτό που μέχρι το 2008 ήταν απόδειξη κατηγορίας «επί εθνικισμώ», δηλαδή ότι ο Ερντογάν είναι ένας κεκαλυμμένος φασίστας και επεκτατιστής, σήμερα υιοθετείται από την ίδια την Σ.Α. ως «κοινός τόπος». Κατά τα άλλα όμως, τόσο το σχέδιο Ανάν όσο και το σχέδιο που θα προκύψει στη βάση του κοινού ανακοινωθέντος είναι «τελευταία ευκαιρία».
[10] Είναι απίστευτο το άρθρο που δημοσιεύει η Σία Αναγνωστοπούλου στην εφημερίδα Εποχή μάλιστα, όπου εξυμνεί την «τελευταία περίοδο»(sic!) της τελευταίας προεδρίας Κληρίδη, στην οποία συμμετείχε ως σύμβουλος στο υπουργείο εξωτερικών. Ενώ μέχρι το 1998 ο Κληρίδης ορίζεται ως «εθνικιστής», που κεφαλαιοποιεί στο ΔΗΣΥ του όλη την κληρονομιά των αντιμακαριακών, ξαφνικά μεταμορφώνεται σε «υπεύθυνο ηγέτη» (!) που θέτει τις βάσεις για την επίτευξη μιας κοινά αποδεκτής λύσης στην βάση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (δηλ. το Σχέδιο Ανάν). Και όλα αυτά στην αριστερή Εποχή! Βλέπε, Σία Αναγνωστοπούλου, «Γλαύκος Κληρίδης 1919-2013, Ο ιδρυτής της Κυπριακής Δεξιάς», Εποχή, 24/11/2013.
[11] Sia Anagnostopoulou, «‘Tyrrany’ and ‘Depotism’ as National and Historical Terms in Greek
Historiography» στο Christina Coulouri (ed.), Clio in the Balkans: The Politics of History Education, CDRSEE, Θεσσαλονίκη 2002.
[12] Σία Αναγνωστοπούλου – Αδάμος Ζαχαριάδης, «Λίγα λόγια για την Κύπρο και την Αριστερά», Εποχή, 26/05/2013.
[13] Σία Αναγνωστοπούλου, «Περί Κυπριακών και άλλων τινών», Δημοσιεύθηκε στην ηλεκτρονική επιθεώρηση RedNotebook, 28/03/2014.