Η Γερμανία έχει επιβάλλει με αφορμή την Ελλάδα την πολιτική λιτότητας, η οποία υπόσχεται ελάχιστη επιτυχία, μεγάλο ρίσκο και σίγουρη οδύνη – έχοντας οδηγήσει τον πλανήτη στην καταστροφική ύφεση του 1930 και στο 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο
«Ότι και να συμβεί με την Ελλάδα στο μέλλον, το αποτέλεσμα είναι καθαρό: η λιτότητα ως δόγμα είναι ισχυρότερη από ποτέ. Είναι αδιάφορο εάν οι συνέπειες της είναι καταστροφικές, ενώ οι μέθοδοι επιβολής της μοιάζουν όλο και περισσότερο με σοβιετικές, εάν όχι με εθνικοσοσιαλιστικές.
Επίσης φαίνεται πως είναι αδιάφορο το ότι, κανένας δεν την υπηρετεί πλέον με ευχαρίστηση – γεγονός που ισχύει και για την ενωμένη Ευρώπη ή το ευρώ. Είναι δυστυχώς η μοναδική ιδέα που έχει απομείνει στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή – δεν υπάρχει πλέον καμία άλλη και οδηγεί στην οικονομική κατοχή».
Ανάλυση
Χωρίς καμία αμφιβολία, η λιτότητα είναι η σημαντικότερη πολιτική ιδέα της εποχής μας – παρά το ότι πρόκειται για μία ιδέα που δεν στηρίζεται από καμία οικονομική θεωρία, δεν έχει καμία τεκμηριωμένη επιτυχία στο ενεργητικό της, ενώ η εφαρμογή της οδήγησε στη μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική καταστροφή του τελευταίου αιώνα.
Ουσιαστικά βέβαια πρόκειται για μία απλούστατη ιδέα η οποία, στην καθημερινή ζωή, δεν είναι καθόλου ασαφής – ενώ αποτελεί την παλαιότερη συνταγή αντιμετώπισης κρίσεων στον πλανήτη.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη «συνταγή», όταν δεν έχει κανείς αρκετά χρήματα, είναι υποχρεωμένος να περιορίζει τα έξοδα του (δημοσιονομική πειθαρχία) – όταν μία επιχείρηση δεν παράγει κέρδος πρέπει να αλλάζει τη δομή της (μεταρρυθμίσεις), να απολύει μέρος του προσωπικού της, να μειώνει τις αμοιβές των εργαζομένων της κοκ.
Δεν εντυπωσιάζει λοιπόν το γεγονός ότι, η ιδέα μεταφέρθηκε από την καθημερινή ζωή στη δημόσια – στην οικονομική πολιτική των κρατών. Εν τούτοις, αυτό συνέβη για πρώτη φορά, σε συνθήκες Δημοκρατίας, τη δεκαετία του τριάντα – αφού δεν ήταν γνωστή στους οικονομολόγους των προηγουμένων αιώνων, επειδή τότε δεν υπήρχαν κοινωνικά συστήματα ασφάλισης και προστασίας των εργαζομένων.
Τα προβλήματα των κρατών επικεντρώνονταν σε ορισμένους σπάταλους βασιλείς ή άλλου είδους ηγεμόνες, οι οποίοι χρηματοδοτούσαν τις σπατάλες τους επιβάλλοντας φόρους – οπότε ήταν εύλογος ο υποχρεωτικός περιορισμός των δαπανών τους, εάν και όταν οι λαοί εξεγείρονταν εναντίον τους (κάτι που θυμόμαστε από τη γαλλική επανάσταση).
Στη δεκαετία του τριάντα όμως, μετά το κραχ των χρηματιστηρίων, οι δημοκρατικές πλέον βιομηχανικές χώρες αποφάσισαν τη μείωση των δαπανών του προϋπολογισμού τους – στις Η.Π.Α. ο τότε πρόεδρος, στη Γερμανία ο καγκελάριος, στη Γαλλία η κεντρική τράπεζα και στην Ιαπωνία ο πρωθυπουργός, ο οποίος ουσιαστικά μιμήθηκε με ενθουσιασμό τις ανεπτυγμένες δυτικές χώρες, θέλοντας να ανήκει σε αυτές.
Οι τυπικές ηθικές εκφράσεις της εποχής ήταν αυτή του αμερικανού προέδρου, σύμφωνα με την οποία «Δεν μπορούμε να επιτύχουμε την ευημερία του Έθνους μας μέσω της σπατάλης», καθώς επίσης του γερμανού καγκελαρίου, ο οποίος είπε: «Χωρίς πόνο δεν θεραπεύεται κανείς».
Η λιτότητα όμως δεν είχε μόνο «ηθικές ρίζες» αλλά, επίσης, καταναγκαστικές, προερχόμενες από τον κανόνα του χρυσού – όπου εκείνες οι χώρες, οι οποίες κάλυπταν τα νομίσματα τους με τα αποθέματα χρυσού που διατηρούσαν, δεν είχαν άλλη δυνατότητα από τον περιορισμό των δαπανών τους, όταν λόγω της ύφεσης μειώνονταν τα φορολογικά τους έσοδα. Δεν μπορούσαν δηλαδή να αυξήσουν την ποσότητα χρήματος, τυπώνοντας πληθωριστικά χαρτονομίσματα, οπότε περιόριζαν αναγκαστικά τα έξοδα τους.
Τα οικονομικά αποτελέσματα αυτής της πολιτικής ήταν καταστροφικά. Στις Η.Π.Α. αυξήθηκε η ανεργία από το 8% στο 30% μέσα σε δύο μόλις έτη, στη Γερμανία χάνονταν καθημερινά χιλιάδες θέσεις εργασίας, στη Γαλλία η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 25%, ενώ η Ιαπωνία, η οποία εφάρμοσε πολύ πιο αυστηρά τη λιτότητα, βυθίστηκε στη μεγαλύτερη ύφεση της ιστορίας της σε περιόδους ειρήνης – βιώνοντας μία τρομακτική οικονομική κατάρρευση.
Το ίδιο καταστροφικά ήταν και τα πολιτικά αποτελέσματα – όπου στη Γερμανία ανήλθε στην εξουσία το μοναδικό κόμμα που τοποθετήθηκε εναντίον της λιτότητας, το εθνικοσοσιαλιστικό υπό τον Χίτλερ, ενώ στην Ιαπωνία ο στρατός δολοφόνησε τον πρωθυπουργό, αναλαμβάνοντας πραξικοπηματικά τη διακυβέρνηση της χώρας.
Στη Γαλλία, η κεντρική τράπεζα μείωνε κάθε χρόνο τις στρατιωτικές δαπάνες, οπότε δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει την επίθεση του γερμανικού στρατού – ο οποίος είχε εξοπλισθεί από την τότε κυβέρνηση, για να τονωθεί η ανάπτυξη (άρθρο).
.
Οι αιτίες της αποτυχίας της πολιτικής λιτότητας
Αργότερα, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όπου πέθαναν πάνω από 60 εκ. άνθρωποι, οι οικονομολόγοι ανέλυσαν το πρόβλημα – αναζητώντας τις αιτίες της καταστροφής, μέσω της νεκροψίας του οικονομικού πτώματος.
Οδηγήθηκαν λοιπόν στα κατωτέρω τέσσερα βασικά συμπεράσματα, όσον αφορά τα καταστροφικά αποτελέσματα της πολιτικής λιτότητας σε περιόδους κρίσεων – κατά τη διάρκεια των οποίων πρέπει το κράτος να αυξάνει τις δαπάνες, για να μπορέσει να κινηθεί ξανά η οικονομία:
(α) Η Μεγάλη Ύφεση (depression) μετά το χρηματιστηριακό κραχ του 1929, δημιουργήθηκε επειδή τόσο οι επιχειρήσεις, όσο και τα νοικοκυριά προσπαθούσαν ταυτόχρονα να μειώσουν τα χρέη τους (ύφεση ισολογισμών).
Το γεγονός αυτό, το οποίο βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα, είχε σαν αποτέλεσμα να μην ξοδεύει κανείς χρήματα ούτε για κατανάλωση, ούτε για επενδύσεις – οπότε η ζήτηση μειώθηκε σε όλους τους τομείς, οι επιχειρήσεις έκλειναν η μία μετά την άλλη, η ανεργία κλιμακωνόταν κοκ. Όταν δε περιόρισε τις δαπάνες του και το δημόσιο, τότε η καταστροφή ολοκληρώθηκε – η οικονομία βυθίστηκε στο σκοτάδι, χωρίς καμία προοπτική για το μέλλον.
(β) Η ουτοπική, λανθασμένη εντύπωση που επικράτησε τότε (όπως στην Ελλάδα μέχρι σήμερα), σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι ζούσαν πάνω από τις δυνατότητες τους στο παρελθόν ή δεν ήταν τόσο εργατικοί, όσο θα έπρεπε, οπότε ήταν ηθική και δίκαιη η «τιμωρία» τους, ενέτεινε την κρίση – επειδή όταν οι επιχειρήσεις δεν έχουν πελάτες ή οι άνθρωποι εργασία, δεν υπάρχει καμία απολύτως διέξοδος από το τούνελ, είτε είναι ηθική και δίκαιη μία κοινωνία, είτε όχι.
(γ) Ο κανόνας του χρυσού είχε υιοθετηθεί για να δημιουργήσει σταθερότητα – αφαιρώντας από τους δημαγωγούς πολιτικούς τη δυνατότητα να τυπώνουν απεριόριστες ποσότητες χρημάτων, για να «δωροδοκούν» την εκλογική τους πελατεία. Στην περίοδο όμως της ύφεσης, οδήγησε την οικονομία στο χάος – αφού δεν επέτρεπε την ενεργή ώθηση της, για να μπορέσει να λειτουργήσει ξανά.
(δ) Σε καθεστώς δικτατορίας, μπορεί κανείς να εξαθλιώσει τους ανθρώπους, εμποδίζοντας τους να εξεγερθούν – κάτι που όμως δεν συμβαίνει στα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη, στα οποία η συνεχής λιτότητα οδηγεί σε μαζικές διαμαρτυρίες, σε κοινωνικές αναταραχές, στην πολιτική αστάθεια και στον εξτρεμισμό.
Συνεχίζοντας, με βάση τα παραπάνω οι οικονομολόγοι, υπό τον Keynes, θεώρησαν πως μετά τη σωστή διάγνωση είχαν βρει την κατάλληλη θεραπεία – τεκμηριώνοντας πως ένα κράτος που σε εποχές κρίσεων μειώνει τις δαπάνες του, λειτουργεί ανεύθυνα. Απλούστατα, θα πρέπει το δημόσιο να ξοδεύει πολύ περισσότερα χρήματα, για να κινηθεί ξανά η οικονομία – ξεφεύγοντας από τον καθοδικό σπειροειδή κύκλο του διαβόλου.
Αυτό ακριβώς εφάρμοσαν πάρα πολλά κράτη, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, όπως οι Η.Π.Α., η Μ. Βρετανία, η Ιαπωνία, η Ελβετία κοκ. – διογκώνοντας τους ισολογισμούς των κεντρικών τραπεζών τους (γράφημα), καθώς επίσης διασώζοντας τις τράπεζες, με την επένδυση μεγάλων ποσών χρημάτων.
Εν τούτοις, αυτό συνέβη σε ολόκληρο τον πλανήτη μόλις για ένα έτος – αφού ξαφνικά η Ευρώπη, στα τέλη του 2009 με εντολή της Γερμανίας και με αφορμή την Ελλάδα, άλλαξε κατεύθυνση εντελώς (υπενθυμίζουμε πως ακριβώς τότε η Ελλάδα οδηγήθηκε στο ικρίωμα). Έτσι ξεκίνησε το μεγαλύτερο οικονομικό πείραμα στην παγκόσμια ιστορία – η πολιτική λιτότητας εκ μέρους μίας ολόκληρης ηπείρου.
.
Ο συλλογικός παραλογισμός
Επρόκειτο αναμφίβολα για μία δραματική συλλογική απόφαση, συνοδευόμενη από έναν περίεργο ενθουσιασμό όλων των συμμετεχόντων – οι οποίοι τοποθετήθηκαν από κοινού, υποκινούμενοι από τη γερμανική κυβέρνηση, εναντίον μίας απολύτως επιτυχημένης στρατηγικής, από το σχετικά πρόσφατο παρελθόν.
Οι Ευρωπαίοι τάθηκαν δηλαδή υπέρ μίας οικονομικής πολιτικής, η οποία υποσχόταν μικρή έως μηδενική επιτυχία, μεγάλο ρίσκο και σίγουρη οδύνη – ενώ ήταν σε πλήρη αντίθεση με όλα τα οικονομικά εγχειρίδια, έχοντας οδηγήσει τον πλανήτη στην καταστροφή του 1930 και στον αιματηρό δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Οι δήθεν και οι πραγματικές αιτίες ήταν οι εξής:
(α) Η πρώτη αιτία της αλλαγής αυτής, ενάντια στα συμφέροντα του υπόλοιπου πλανήτη, καθώς επίσης ενάντια στο συλλογικό συντονισμό κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών που απαιτούσε η έξοδος από την κρίση, φαίνεται πως ήταν μία πρόσφατη οικονομική μελέτη – σύμφωνα με την οποία οι στοχευμένες περικοπές στους εθνικούς προϋπολογισμούς, θα οδηγούσαν σε ανάπτυξη.
Ο λόγος που θα προκαλούταν ανάπτυξη ήταν το ότι, αυτού του είδους οι περικοπές θα δημιουργούσαν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους επενδυτές – οι οποίοι στη συνέχεια θα δάνειζαν πιο εύκολα τα κράτη, ενώ θα εξαγόραζαν τις υγιείς πλέον επιχειρήσεις του δημοσίου, στα πλαίσια της γερμανικής νεοφιλελεύθερης αντίληψης περί της ιδιωτικοποίησης των πάντων.
(β) Η δεύτερη αιτία ήταν επίσης μία οικονομική μελέτη – σύμφωνα με την οποία όταν το δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ υπερβαίνει το 90%, τότε η οικονομία δεν έχει καμία δυνατότητα επιστροφής στην ανάπτυξη. Βέβαια, η μελέτη αυτή τεκμηριώθηκε αργότερα πως στηριζόταν σε λανθασμένους υπολογισμούς – οπότε δεν ήταν εύλογο να την εμπιστευθεί κανείς.
Εν τούτοις, η λογική της θα μπορούσε να μην είναι εσφαλμένη – ενώ, σε συνδυασμό με την πρώτη μελέτη, δημιούργησε την εντύπωση πως η πολιτική της δημοσιονομικής επέκτασης (αύξηση της ποσότητας χρήματος, των δημοσίων δαπανών κλπ.), ήταν μεν σωστή, αλλά μόνο εάν τα κράτη δεν είχαν συσσωρεύσει μεγάλα χρέη (με βασικό κριτήριο την Ιαπωνία, το δημόσιο χρέος της οποίας συνεχίζει να αυξάνεται ακατάπαυστα, πλησιάζοντας το 250% του ΑΕΠ).
(γ) Η τρίτη αιτία τώρα, η οποία δεν αναφέρεται πουθενά, ήταν και είναι η κρυφή διαπίστωση της Γερμανίας, σύμφωνα με την οποία η πολιτική του μερκαντιλισμού που υιοθέτησε από το 2000 μαζί με το μισθολογικό dumping, της εξασφάλιζε τεράστια πλεονάσματα στον προϋπολογισμό της, εν μέσω κρίσεων και εις βάρος των εταίρων της – κάτι που φυσικά δεν αποκάλυψε, όταν υποκίνησε ολόκληρη την Ευρώπη να αλλάξει πολιτική ξαφνικά, στα τέλη του 2009, σχεδιάζοντας μυστικά την οικονομική κατοχή της.
Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται πόσο αυξάνονταν τα πλεονάσματα της Γερμανίας διαχρονικά (μαύρη καμπύλη, αριστερή στήλη), ενώ μειώνονταν παράλληλα τα αντίστοιχα της Γαλλίας (ανοιχτή καμπύλη, δεξιά στήλη) – με αποτέλεσμα ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής της Γερμανίας στην Ευρωζώνη, η Γαλλία, να βυθιστεί στα ελλείμματα, παρά το ότι η παραγωγικότητα των εργαζομένων της είναι υψηλότερη από την αντίστοιχη της Γερμανίας.
Ολοκληρώνοντας, εκείνη ακριβώς τη χρονική στιγμή, όπου η Γερμανία προσπαθούσε να βρει τρόπο να εκμεταλλευθεί τη διαπίστωση της, η οποία θα της έδινε τη δυνατότητα να ανεξαρτητοποιηθεί σταδιακά από τις Η.Π.Α. αναλαμβάνοντας την ηγεσία της Ευρώπης, μέσω της πολιτικής λιτότητας και σε πλήρη αντίθεση με ολόκληρο τον υπόλοιπο πλανήτη, εμφανίσθηκε στο προσκήνιο η Ελλάδα.
Η νέα ελληνική κυβέρνηση ισχυρίσθηκε πως η προκάτοχος της είχε παραποιήσει τις στατιστικές, οπότε το έλλειμμα ήταν πολύ υψηλότερο – ενώ το δημόσιο χρέος είχε εκτοξευθεί στα ύψη, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η χώρα να χρεοκοπήσει. Η Γερμανία, ως εκ θαύματος, είχε βρει τον «από μηχανής Θεό» της στο πρόσωπο της Ελλάδας – ο πρωθυπουργός της οποίας αφενός μεν δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως οξυδερκής αφετέρου μάλλον εξυπηρετούσε άλλου είδους σχεδιασμούς.
Στο δεύτερο μέρος της ανάλυσης μας θα αναφερθούμε στην απίστευτη αυτή αλλαγή της ευρωπαϊκής πολιτικής κατά 180 μοίρες, με την υιοθέτηση της καταστροφικής λιτότητας – η οποία οδήγησε, μεταξύ άλλων, την Ελλάδα στο χάος και τη Γερμανία στο θρόνο της Ευρώπης.
Βιβλιογραφία: C. Seibt, T.A.