Στο τελευταίο μας δημοσίευμα καταχωρίσαμε την εξομολόγηση ή, αν προτιμάτε, την απολογία του Θωμά του επιλεγόμενου «άπιστου», χαρακτηρισμό που ο ίδιος απορρίπτει για τους λόγους που αναλύει. Εννοείται ότι η αναφορά ήταν για έναν διαχρονικό «Θωμά» και για το σύνδρομο, αν το θεωρήσουμε ως τέτοιο, που διακατέχει πολύ περισσότερο τον σύγχρονο άνθρωπο, κυρίως τον μορφωμένο άνθρωπο του δυτικού κόσμου με το έντονο και κυριαρχικό νοητικό του στοιχείο. Θα μπορούσαμε να αντικαταστήσουμε τη λέξη «άπιστος» που παραπέμπει σε μεσαιωνική και κληρικαλική νοοτροπία, με τη λέξη «αμφισβητίας». Η αμφισβήτηση, η αμφιβολία, μπορεί να είναι γόνιμη και προωθητική ή, αντίθετα, άγονη και τελματική.
Αυτόν τον καιρό ασχολούμαστε με τον «Φάουστ» του Γκαίτε. Ξεκινήσαμε λοιπόν με το πασίγνωστο δράμα του μεγάλου Γερμανού ποιητή και στοχαστή Γιόχαν Βόλφγανγκ φον Γκαίτε.
Φρονούμε ότι ο ήρωας του ομώνυμου δράματος παρουσιάζει κάποια ομοιότητα με τον Θωμά, κατά το ότι και οι δύο χαρακτήρες επιζητούν την άμεση, βεβαιωμένη γνώση και δεν ικανοποιούνται με πληροφορίες από δεύτερο χέρι. Σε τελική ανάλυση, αναζητούν τη λυτρωτική εκείνη γνώση, η οποία θεραπεύει την ψυχή από τη θανάσιμη υπαρξιακή της αγωνία.
Η τραγωδία αυτή του Γκαίτε απεικονίζει συμβολικά αυτή την αναζήτηση της ψυχής, η οποία περνάει από τρία στάδια. Στο πρώτο στάδιο η ψυχή προσεγγίζει την πραγματικότητα συγκινησιακά, με αναλαμπές του λογικού εδώ κι εκεί. Το στάδιο αυτό παρουσιάζεται στο πρώτο Μέρος της τραγωδίας. Τα δύο επόμενα στάδια παρουσιάζονται στο δεύτερο Μέρος της τραγωδίας και πρόκειται για λογική και υπερλογική προσέγγιση. Ας δούμε λίγο το Πρώτο Μέρος.
Μετά από μια αφιέρωση του ποιητή ακολουθεί διάλογος και στοίχημα μεταξύ του Κυρίου (Θεού) και του Μεφιστοφελή (Διαβόλου) για το ποιος θα κερδίσει την ψυχή του ανθρώπου-Φάουστ. Ο διάβολος έχει την Άνωθεν άδεια να επιχειρήσει να αποπλανήσει την ψυχή του Φάουστ.
Ας κάνουμε εδώ μια μικρή χρήσιμη παρένθεση. Το ποιητικό αυτό δράμα έχει ένα υπόβαθρο που προϋπάρχει ως μύθος. Ο μύθος αυτός μιλάει για έναν Φάουστ διεφθαρμένο, φίλο της μαύρης μαγείας και του διαβόλου.
Ο Γκαίτε αλλάζει τελείως τον χαρακτήρα του μύθου, διότι ο ήρωάς του, ακόμα και όταν πέφτει κάτω από την επιρροή του πάθους, δεν λογίζεται ποτέ ως διεφθαρμένη ή ακόλαστη ψυχή. Η ενασχόλησή του με τη μαγεία ορμάται από τον πόθο του για ουσιαστική γνώση και εμπειρία. Δεν έχει τίποτε από την κακοποιό πρόθεση της μαύρης μαγείας, παρά μόνο την πρόθεση της αποκάλυψης των μυστικών της Φύσης. Εδώ κλείνουμε την παρένθεση.
Όταν ανοίγει η σκηνή της Πρώτης Πράξης βλέπουμε τον Φάουστ, δόκτορα σεβαστό στους άλλους για την πολυμάθειά του, βαθιά απογοητευμένο όμως τον ίδιο από τις μακροχρόνιες σπουδές του. Μονολογεί θλιμμένος λέγοντας ότι οι τόσες μελέτες του στη Νομική, την Ιατρική, τη Φιλοσοφία, και δυστυχώς και στη Θεολογία δεν τον έκαναν καθόλου σοφότερο.
Στο μέρος αυτό εκφράζεται η δυσαρέσκεια για τη γνώση που αποκτιέται μέσα από βιβλία, μέσα από τα πανεπιστήμια, η αποδοκιμασία για η διανοητική γνώση η οποία είναι μια έμμεση προσέγγιση.
Αυτή η απογοήτευση και η επιθυμία της άμεσης επαφής με την πραγματικότητα οδηγεί το πνεύμα του Φάουστ σε άλλες κατευθύνσεις. Η πρώτη κατεύθυνση στην οποία ζητάει φώτιση είναι η Φύση. Η Φύση του προκαλεί εκστατικό θαυμασμό, ο οποίος εκφράζεται μέσα σε υπέροχους στίχους. Η επόμενη κατεύθυνση είναι η μαγεία μέσα από την οποία θέλει να ξεδιπλώσει τα μυστικά που η ακαδημαϊκή γνώση δεν κατάφερε. Φύση και μαγεία είναι παθιασμένες αγάπες του Φάουστ αλλά και του ίδιου του ποιητή.
Για τον Γκαίτε η μαγεία δεν ήταν μια μαύρη τέχνη, αλλά μια από τις ευγενέστερες. Η μαγεία του έδωσε την ιδέα μιας πνευματικοποιημένης φύσης, την αντίληψη του σύμπαντος ως μιας ζωντανής εκδήλωσης της θεότητας. Στο έργο αυτό το σύνολο της Φύσης απεικονίζεται σαν ένα τέλεια εναρμονισμένο σύστημα, εμψυχωμένο από μια Θεϊκή Ψυχή. Η μαγεία είναι το αντίδοτο αλλά και η εξισορρόπηση της διανοητικότητας, ως κατεξοχήν άλογο και μυστηριώδες στοιχείο.
Η εκστασιασμένη χαρά του Φάουστ στην ενατένιση του σημείου του μακρόκοσμου στο Βιβλίο της Μαγείας διακόπτεται ξαφνικά από τη σκέψη ότι ίσως όλα είναι ένα απλό θέαμα. Κι έπειτα έρχεται ο δρόμος του πάθους. Είναι σ΄αυτό το σημείο που ο Μεφιστοφελής θα παίξει τον μοιραίο ρόλο.
Εμφανίζεται στη ζωή του ανικανοποίητου Φάουστ και συνάπτει μαζί του μια συμφωνία. Αν έρθει στη ζωή του δόκτορα μια στιγμή τέτοιας ικανοποίησης ώστε να πει «ας κρατήσει για πάντα», τότε ο Φάουστ θα παραδοθεί στον Μεφιστοφελή. Αυτό θα ισχύσει στον άλλο κόσμο. Σ΄ αυτόν όμως τον κόσμο και μέχρι τότε ο Μεφιστοφελής θα είναι ο υπηρέτης του και θα ικανοποιεί κάθε του επιθυμία.
Η πρώτη προσφορά του Μεφιστοφελή στον Φάουστ είναι ένα ελιξήριο νεότητας το οποίο θα αφαιρέσει τριάντα χρόνια από την ηλικία του. Τότε έρχεται στην ιστορία η Μαργαρίτα (Γκρέτα), μια αθώα, άπειρη κοπέλα που θα προκαλέσει το ερωτικό πάθος του Φάουστ, ένα πάθος που υποδαυλίζει με κάθε τρόπο ο Μεφιστοφελής. Η κοπέλα θα υποκύψει τελικά και θα ερωτευτεί βαθιά τον Φάουστ. Η κρυφή τους σχέση, χάρη στις μηχανορραφίες του Μεφιστοφελή θα καταλήξει σε μεγάλη τραγωδία. Οι ζωές όλων των εμπλεκομένων από τη μεριά της Μαργαρίτας θα σαρωθούν. Η μητέρα της πεθαίνει από το υπνωτικό που της έδωσαν οι εραστές για να μείνουν ανενόχλητοι τη νύχτα. Προφανώς η διαβολική ενέργεια κανόνισε αυτή τη δηλητηρίαση. Ο στρατιώτης αδελφός της κοπέλας θα πέσει νεκρός από το χέρι του Φάουστ και τα μαγικά του Μεφιστοφελή σε μονομαχία μεταξύ των δύο. Το τρίτο θύμα είναι το νεογέννητο παιδί από το χέρι της ίδιας του της μάνας, της Μαργαρίτας. Τέλος, η Μαργαρίτα θα φυλακιστεί και θα καταδικαστεί σε θάνατο δι΄αποκεφαλισμού για τη δολοφονία του παιδιού της.
Μόλις ο Φάουστ μαθαίνει για τη φυλάκιση της Μαργαρίτας, εξορκίζει με απειλές τον Μεφιστοφελή να βοηθήσει στην απόδρασή της. Πριν χαράξει η μέρα μπαίνουν κρυφά στο κελί της, όπου τη βρίσκουν να τραγουδάει και να μοιρολογεί με σαλεμένα τα λογικά της. Ο Φάουστ αγωνίζεται να την πείσει να τον ακολουθήσει όσο είναι ακόμη καιρός, και ενώ σχεδόν τα έχει καταφέρει, η Μαργαρίτα αντιλαμβάνεται την παρουσία του Μεφιστοφελή και οπισθοχωρεί έντρομη. Ανέκαθεν το πρόσωπο αυτό της προξενούσε αποστροφή και φρίκη, και συχνά είχε προσπαθήσει να πείσει τον αγαπημένο της να αποτραβηχτεί από αυτόν τον αποτρόπαιο σύντροφο. Εκείνος πάλι προσπαθούσε να την καθησυχάσει, γιατί, ενώ και ο ίδιος απεχθανόταν τον Μεφιστοφελή, εντούτοις ένιωθε πως δεν μπορούσε να γλιτώσει απ΄αυτόν, όπως μονολογεί σ΄ένα σημείο του δράματος, στο οποίο εκφράζει το θαυμασμό του για την τελειότητα της Φύσης ενώ παράλληλα διαπιστώνει την ατέλεια του ανθρώπινου όντος και την αχρειότητα του συντρόφου του, του Μεφιστοφελή.
Ξημερώνει. Αντηχούν οι καμπάνες. Κόσμος αρχίζει να συρρέει στον τόπο της εκτέλεσης. Ο Μεφιστοφελής πιέζει να βιαστούν, αλλά η Μαργαρίτα επικαλείται τον Ουράνιο Πατέρα και τις στρατιές των αγγέλων. Θα επιλέξει την εκτέλεση από τη σωτηρία μέσω του διαβόλου. Η θανάτωσή της θα είναι η εξιλέωσή της.
Ο Μεφιστοφελής λέει: Έχει κριθεί!
Ο Μεφιστοφελής λέει: Έχει κριθεί!
Αλλά μια ουράνια φωνή ακούγεται: Έχει σωθεί!
Ο Μεφιστοφελής παίρνει τον Φάουστ και εξαφανίζεται μαζί του.
Στο σημείο αυτό ολοκληρώνεται το Πρώτο Μέρος του δράματος.