Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Η ΙΔΙΑ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΠΑΝΤΑ ΜΕ ΓΝΩΜΟΝΑ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΜΦΕΡΟΝ




Για να καταλάβουμε την άποψη της εκκλησίας για την εξουσία, πρέπει πρώτα απ’ όλα να δούμε το σύνολο των παραμέτρων, που επηρέασαν αυτήν την άποψη και τη βασική επιδίωξή της.

Ο χριστιανισμός, κατά την εποχή των Αποστόλων, ήταν μία νέα θρησκεία κι αντιπρόσωποι της ήταν Ιουδαίοι. 

Οι Ιουδαίοι έχουν μία συγκεκριμένη φιλοσοφία, που είναι γέννημα της παιδείας μέσω της Παλαιάς Διαθήκης. 

Επειδή αρνούνται να ερμηνεύσουν το Λόγο του Χριστού, είτε λόγω αδυναμίας είτε λόγω συμφέροντος — όπως προέβλεψε ο Χριστός— φτιάχνουν μία ιεραρχία και ένα μοντέλο λειτουργίας.

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε μία θρησκεία, την οποία προστάτευε και το σύνολο των ανθρώπων, που είχαν υψηλή παιδεία, την αποδέχονταν. 

Η νέα θρησκεία, για ν’ αντικαταστήσει την παλαιά έπρεπε κατ’ αρχήν να χρησιμοποιεί κάποιο δέλεαρ. Το πρόβλημα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν η διατήρηση της εξουσίας κι αυτό σημαίνει ότι η νέα θρησκεία έπρεπε να δίνει αυτήν τη δυνατότητα, εφόσον ήθελε να καθιερωθεί ως επίσημη θρησκεία. 

Οι Ρωμαίοι γνώριζαν το σύνολο της φιλοσοφίας των Ελλήνων κι αυτή η γνώση τούς επέτρεπε να αξιολογούν τις προτάσεις. 

Το ότι η εξουσία γνώριζε περί μοιχείας και γάμου το απέδειξε, όταν το 186 π.Χ. οι Ρωμαίοι άρχοντες κατήργησαν το θεσμό των Διονυσίων, που ονομαζόταν Bacchanalia. 

Η βρωμερή άρχουσα τάξη της Ρώμης, που περιφερόταν από πορνείο σε πορνείο, για λόγους ηθικής κατήργησε γιορτές στις οποίες, τουλάχιστον ο καθένας πήγαινε με δική του επιλογή και στην πλειοψηφία τους νέοι. 

Ένας βρωμερός γέρων άρχοντας της Ρώμης, μέσα στο πορνείο είχε ισχύ και όχι σε ελεύθερες συνθήκες. Εφόσον η γνώση αυτή υπήρχε, έπρεπε η νέα θρησκεία να καλύπτει στο μεγαλύτερο βαθμό αυτήν την προδιαγραφή. Επιπλέον έπρεπε το σύνολο των πιστών ν’ αποτελεί μία ομοιογενή μάζα, που θα είχε χαρακτηριστικά δουλικότητας. 

Συνεπώς έπρεπε σε μία κοινωνία στην οποία υπήρχαν άρχοντες και δούλοι, η νέα θρησκεία να μη διαταράσσει την ισχύουσα κατάσταση και να έχει υπάκουους πιστούς. 

Όλες αυτές οι προδιαγραφές βρίσκονται στις Επιστολές των Αποστόλων. 

Οι επιστολές αυτές ήταν ένα πακέτο προτάσεων που ένας αυτοκράτορας έπρεπε να εξετάσει.

Ο αυτοκράτορας αυτός ήταν ο Κωνσταντίνος, που σε σύγκριση με το πνευματικό μέγεθος του Τραϊανού, ήταν ένας νάνος. 

Ήταν ένας άθλιος άνθρωπος, που δε δίστασε να σκοτώσει το γιο του Κρίσπο και τη γυναίκα του. 

Δε δίστασε να σκοτώσει ανθρώπους, όταν νόμιζε ότι τον απειλούσαν κι όχι μόνον αυτούς, αλλά και τις οικογένειες τους. Αυτόν τον τρισάθλιο άνθρωπο, το δολοφόνο, η εκκλησία τον συγχώρεσε και τον ονόμασε “άγιο” και η ίδια εκκλησία δε συγχωρεί έναν άνθρωπο, που θέλει απλά να χωρίζει λόγω μοιχείας. 

Αποκαλούν το δολοφόνο “άγιο”, ενώ ο φτωχός άνθρωπος κρίνεται από τους ηλίθιους, μέχρι να πεθάνει. Ανάμεσα στ’ άλλα που του αναγνωρίζει η εκκλησία, είναι και η Οικουμενική Σύνοδος. Σ’ αυτό το σημείο περιγράψαμε ό,τι συμβαίνει στην εποχή μας και συνέβη τότε για πρώτη φορά: η εξουσία προστατεύει με τα όπλα την ιεραρχία της εκκλησίας κι εξοντώνει τους αιρετικούς. 

Οι Ιουδαίοι, που αντιπροσωπεύουν τη νέα θρησκεία, ήταν στο σύνολο τους πρεσβύτεροι και διψασμένοι για εξουσία. 

Ήταν άνθρωποι του χειρότερου επιπέδου σ’ έναν κόσμο, που γεννούσε συνεχώς γίγαντες του πνεύματος, που συναγωνίζονταν σε μία ανεπανάληπτη μάχη προσφοράς προς τον άνθρωπο. Ήταν άνθρωποι που τους έβλεπαν οι φιλόσοφοι και δεν μπορούσαν να σταματήσουν το γέλιο τους κάθε φορά που μιλούσαν. 

Οι άνθρωποι του πνεύματος, που αγάπησαν το Θεό όσο κανένας άλλος κι αγαπήθηκαν εξίσου απ’ Αυτόν, βασανίστηκαν από ανθρώπους που δε γνώριζαν ούτε να γράφουν ούτε να διαβάζουν. Αυτοί οι άθλιοι παρέδωσαν εκατομμύρια ανθρώπους από τότε μέχρι σήμερα στο θάνατο, είτε μέσω πολέμων είτε μέσω εκμετάλλευσης. Η δυνατότητα παράδοσης των ανθρώπων στη διάθεση της εξουσίας του συστήματος προκύπτει από την αθλιότητα των επιστολών. 

(Πέτρ. Α' 2.13-2.18) "Υποταγήτε ουν πάση ανθρωπίνη κτίσει διά τον Κύριον.. είτε βασιλεί, ως υπερέχοντι, είτε ηγεμόσιν.... ότι ούτως εστί το θέλημα του Θεού," 

(Υποταχθήτε λοιπόν, σέ κάθε ανθρωπίνην εξουσίαν χάριν του Κυρίου, είτε πρόκειτε διά τόν βασιλέα, ώς τόν ανώτατον άρχοντα, είτε διά διοικητάς..... διότι αυτό είναι τό θέλημα του Θεού), "πάντας τιμήσατε, την αδελφότητα αγαπάτε, τον Θεόν φοβείσθε, τον βασιλέα τιμάτε." (Τιμήσατε όλους, τήν αδελφότητα aγαπάτε, τόν Θεόν φοβείσθε, τόν βασιλέα τιμάτε.). 

Αν κάποιος στις μέρες μας απορεί γιατί υπήρξε φεουδαρχία, δεν έχει παρά να διαβάσει το παρακάτω ανατριχιαστικό: (Πετρ. Α. 2.18-2.19) "Οι οικέται, υποτασσόμενοι εν παντί φόβω τοις δεσπόταις, ου μόνον τοις αγαθοίς και επιεικέσιν, αλλά και τοις σκολιοίς. τούτο γαρ χάρις," (Οι υπηρέται, νά υποτάσσεσθε εις τους κυρίους σας, μέ τόν οφειλόμενον σεβασμόν, καί όχι μόνον εις τους καλούς καί επιεικείς αλλά καί εις τους διεστραμμένους. Διότι αυτό έχει χάριν,). Ερχόταν ο άθλιος άρχοντας, βίαζε το κορίτσι του δούλου του κι είχε τη δυνατότητα να του πει: “τούτο γαρ χάρις”. Όλη η αθλιότητα που έζησε η ανθρωπότητα βρίσκεται σ’ αυτήν την μικρή φράση. 

Ο Παύλος ως πιο πονηρός αναφέρει για τους δούλους το εξής: (Τιμ. Α' 6.1) "Όσοι εισίν υπό ζυγόν δούλοι, τους ιδίους δεσπότας πάσης τιμής αξίους ηγείσθωσαν, ίνα μη το όνομα του Θεού και η διδασκαλία βλασφημήται" (Όσοι είναι υπό τόν ζυγόν τής δουλείας, άς θεωρούν τους κυρίους των αξίους κάθε τιμής, διά νά μή δυσφημήται τό όνομα του Θεού καί η διδασκαλία.). Και ο άθλιος συνεχίζοντας λέει: 

(Τιμ. Α' 6.3) "Ταύτα δίδασκε και παρακάλει." (Αυτά νά διδάσκεις καί νά προτρέπεις).

Στο θέμα της γενικής αντιμετώπισης της εξουσίας έχει την ίδια άποψη με τον Πέτρο και λέει: 
(Ρωμ. 13.1) "Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. ου γαρ εστίν εξουσία ει μη υπό Θεού.. αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν. ώστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία τη του Θεού διαταγή ανθέστηκεν..". 

(Ας υποτάσσεται ο καθένας εις τάς ανώτερας εξουσίας, διότι δέν υπάρχει εξουσία παρά από τόν Θεόν, καί αι εξουσίαι πού υπάρχουν έχουν ταχθή από τόν Θεόν. Ώστε εκείνος που αντιστέκεται εις τήν εξουσίαν, αντιτάσσεται εις τήν διαταγήν του Θεού). 

Μ’ αυτές τις φράσεις ο Παύλος δίνει στην εκκλησία ισχυρότατη δύναμη και τη δυνατότητα, εφόσον αυτή ελέγχει τους ανθρώπους, να επιλέγει σύμφωνα με το συμφέρον της. 

Ταυτίζει εγκληματικά την εξουσία και τους άθλιους υπηρέτες της με τον Πανάγαθο και Πανίσχυρο Θεό και κατορθώνει να φοβίζει τον κόσμο. 

Από την άλλη πλευρά, εφόσον αυτή δίνει τα χαρακτηριστικά που επιθυμεί στους ανθρώπους, έχει δικαίωμα να επιλέγει μεταξύ εξουσιών, που υποτίθεται ότι συνδέονται με το Θεό. 

Στην περίπτωση της Γαλλικής Επανάστασης, αν η εκκλησία είχε ως αποκλειστικό καθήκον τη διαμόρφωση συνθηκών υποταγής των ανθρώπων, δε θα ενδιαφερόταν για το ποιος έχει την εξουσία. 

Εφόσον η εξουσία είναι αυτή, που συνδέεται με το Θεό, δεν έχει σχέση, αν ασκείται από το Διευθυντήριο ή το βασιλιά. 

Αν υποθέσουμε ότι ο λαός δεν ήθελε το βασιλιά κι ήθελε κάποιον άλλο, η εκκλησία θα έπρεπε να υποστηρίξει αυτόν τον άλλο, για να λειτουργήσει η κοινωνία.

Όμως η εκκλησία του Πέτρου και Παύλου απαιτεί την υποταγή των ανθρώπων στην εξουσία που επιλέγεται απ’ αυτήν. 

Η ίδια η εκκλησία διαπραγματεύεται με τους φορείς της εξουσίας πάντα με γνώμονα το δικό της συμφέρον.

Fnous Fnous