Συνέντευξη του διευθυντή του Center for Research on Globalization στο Press TV
Η Ρωσία εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι οι σχέσεις της με το ΝΑΤΟ δεν πρόκειται να βελτιωθούν εάν η στρατιωτική συμμαχία των Δυτικών δεν υιοθετήσει μια νέα πολιτική προς την κατεύθυνση αυτή.
Ο απεσταλμένος της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ, Αλεξάντερ Γκρούσκο, δήλωσε ότι κανείς δεν θα πρέπει να αναμένει ουσιαστική πρόοδο στις διπλωματικές σχέσεις, όταν οι εκπρόσωποι των δύο πλευρών θα συναντηθούν στις Βρυξέλλες εντός αυτού του μηνός. Θα είναι η πρώτη τους συνάντηση μετά την κρίση στην Ουκρανία.
Η ακριβής ημερομηνία της συνόδου δεν έχει αποκαλυφθεί ακόμη, αλλά έγινε γνωστό ότι η ημερήσια διάταξη θα συμπεριλαμβάνει την εφαρμογή της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός στην Ουκρανία, γνωστή ως "Μινσκ-2", την στρατιωτική δραστηριότητα του ΝΑΤΟ και το ζήτημα του Αφγανιστάν.
Η Δυτική στρατιωτική συμμαχία έχει καταστήσει σαφές ότι η οποιαδήποτε συνάντηση με τη Ρωσία θα πρέπει να θέσει επί τάπητος την σύγκρουση μεταξύ των ουκρανικών κυβερνητικών δυνάμεων και των φιλορωσικών παραστρατιωτικών ομάδων στην ανατολική Ουκρανία.
Ο Καναδός καθηγητής γεωστρατηγικής Μισέλ Σοσουντόφσκι παραχώρησε μια σημαντική συνέντευξη στο Press TV. Ο Σοσουντόφσκι, διευθυντής του Κέντρου Ερευνών για την Παγκοσμιοποίηση (Center for Research on Globalization) και συγγραφέας του βιβλίου «Η παγκοσμιοποίηση του πολέμου και ο παρατεταμένος πόλεμος της Αμερικής κατά της ανθρωπότητας», παρέθεσε τις απόψεις του για τις σχέσεις της Ρωσίας με τον Οργανισμό Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ).
Press TV: Κατά τη γνώμη σας, και βάσει των εκτενών ερευνών σας στο συγκεκριμένο θέμα, ποια είναι η ουσία του προβλήματος;
Μ. Chossudovsky: Η ουσία του προβλήματος έγκειται στο ότι βρισκόμαστε σε ένα πολύ επικίνδυνο σταυροδρόμι όσον αφορά τις στρατηγικές και γεωπολιτικές σχέσεις και φυσικά τις πολεμικές συρράξεις. Αυτά που συμβαίνουν σήμερα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως “νέος ψυχρός πόλεμος”, διότι ο “ψυχρός πόλεμος” είχε κάποιες διασφαλίσεις όσον αφορά τα πυρηνικά όπλα. Υπήρχε διάλογος, υπήρχε συνεννόηση, ενώ αυτό που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια είναι η κατάρρευση της επικοινωνίας μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Το φαινόμενο αυτό συμπίπτει, όχι τυχαία, με αυτό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως παγκοσμιοποίηση του ΝΑΤΟ. Με άλλα λόγια, το ΝΑΤΟ επεκτείνει την εμβέλεια των δραστηριοτήτων του πέρα από την λεγόμενη περιοχή του Ατλαντικού. Έχει μια στρατιωτική ατζέντα, η οποία είναι σαφώς κατακτητική. Αυτοπροσδιορίζεται μεν ως αμυντικό σύμφωνο, αλλά στην πραγματικότητα οι δράσεις του στα σύνορα της Ρωσίας είναι επιθετικής φύσεως, με αποτέλεσμα να έχουμε σήμερα διάφορες περιοχές, οι οποίες θα μπορούσαν κάλλιστα να μετατραπούν σε εστίες συρράξεων και οι περιοχές αυτές δεν περιορίζονται μόνο στην Ουκρανία.
Έχουμε, επομένως, σήμερα ανοιχτά θέματα στη νοτιοανατολική Ευρώπη, έχουμε την αντιπαράθεση μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, που εντοπίζεται επίσης στο κατώφλι της Ρωσίας, έχουμε το ζήτημα των κυρώσεων, το θέμα των θαλάσσιων οδών, την αντιπαράθεση μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας , δεδομένου ότι η Κίνα και η Ρωσία σύμμαχοι εντός του πλαισίου του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO), ενώ παράλληλα έχουμε επίσης τα πολεμικά δρώμενα στη Μέση Ανατολή, ιδίως στο Ιράκ και την Συρία, τα οποία δρώμενα είναι στην πραγματικότητα ένας μυστικός πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ.
Όσο για τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, γνωρίζουμε ότι ο πόλεμος αυτός είναι ψεύτικος και ότι η μόνη αποτελεσματική δύναμη που μάχεται τους τρομοκράτες είναι στην πραγματικότητα οι συριακές κυβερνητικές δυνάμεις με την υποστήριξη της Ρωσίας, του Ιράν και της Χεζμπολλάχ και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι συμμάχοί τους, συμπεριλαμβανομένου του ΝΑΤΟ, στηρίζουν μυστικά τις τρομοκρατικές οργανώσεις. Στην πραγματικότητα, το ΝΑΤΟ, ευθύς εξ αρχής, από το 2011, σε συνεργασία με τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες και το τουρκικό γενικό επιτελείο, έχει εμπλακεί στην πρόσληψη ξένων μισθοφόρων, οι οποίοι εν συνεχεία εντάσσονται στις τάξεις εκείνες της αλ-Κάιντα που συνδέονται με την “αντιπολίτευση” στη Συρία και συμμετέχουν ενεργά στον πόλεμο.
Press TV: Ποια, κατά την άποψή σας, είναι η δυναμική της επέκτασης της ρωσικής επιρροής σε ολόκληρη την περιοχή, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στην περιοχή της Μέσης Ανατολής στην οποία μόλις αναφερθήκατε;
Μ. Chossudovsky: Θεωρώ τον ρόλο της Ρωσίας διαφορετικό και αποφασιστικής σημασίας. Πρώτα απ’ όλα, η Ρωσία διαθέτει στρατιωτικές δυνατότητες, τις οποίες η Δυτική στρατιωτική συμμαχία καλά θα έκανε να λάβει υπ’ όψιν της, δυνατότητες οι οποίες αφορούν τόσο την στρατηγική, όσο και τα συμβατικά και μη συμβατικά όπλα.
Αλλά νομίζω ότι ένα μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι Δυτικοί σήμερα έγκειται στο γεγονός ότι τα άτομα που κατέχουν θέσεις λήψεως αποφάσεων, κυρίως εντός της κυβερνητικής μηχανής των ΗΠΑ και του αρχηγείου του ΝΑΤΟ, πάσχουν κυρίως από έλλειψη κατανόησης των στρατιωτικών θεμάτων. Δεν είναι καν στρατιωτικοί και δεν έχουν επίγνωση των επιπτώσεων, φερ’ ειπείν, της χρήσεως ενός τακτικού πυρηνικού όπλου.
Ενενήντα από αυτά των τακτικά πυρηνικά όπλα είναι σήμερα αποθηκευμένα στο Ιντσιρλίκ της Τουρκίας και είναι υπό τουρκική διοίκηση. Έχουν χαρακτηριστεί ως ακίνδυνα για τον περιβάλλοντα άμαχο πληθυσμό στα έγγραφα του Πενταγώνου, γεγονός το οποίο θεωρώ απολύτως παράλογο, αφού τα όπλα αυτά έχουν εκρηκτική δυνατότητα τρεις έως έξι φορές μεγαλύτερη από την βόμβα που έπεσε στην Χιροσίμα.
Και μετά από όλα αυτά, έρχεται η Χίλαρι Κλίντον για να μας πει ότι τα πυρηνικά όπλα είναι “στο τραπέζι”, δηλαδή δεν αποκλείεται η χρήση τους. Όταν, επομένως, έχουμε ένα είδος “διαλόγου”, κατά το οποίο άτομα σε ανώτερες κυβερνητικές θέσεις προβαίνουν σε δηλώσεις, οι οποίες πραγματικά παραπέμπουν σε σενάριο Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου, βρισκόμαστε σε ένα πολύ επικίνδυνο σταυροδρόμι.
Μπορούμε μόνο να ευελπιστούμε ότι υπάρχουν κάποια άτομα μέσα σε αυτό το πολιτικό φάσμα των ηγετών της Δύσης, τα οποία θα αρχίσουν να αντιλαμβάνονται, ότι η οικοδόμηση μιας σχέσης με τη Ρωσία και την Κίνα για να αποφευχθεί η στρατιωτική αντιπαράθεση είναι τελικά η μόνη λύση, διότι ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα είναι τερματικός. Δεν είναι της παρούσης αυτή τη συζήτηση, αλλά ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν αποτελεί επιλογή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρόκειται να κερδίσουν τον Γ' Παγκόσμιο Πόλεμο. Κανείς δεν πρόκειται να κερδίσει τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν θα υπάρξει νικητής.