Στις αρχές του 20ού αιώνος, οι σχέσεις μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του (Δευτέρου) Γερμανικού Ράϊχ είχαν προσλάβει σοβαρή στρατιωτική διάσταση, χάρις στο διμερές σύμφωνο στρατιωτικής συνεργασίας και την συνεπακόλουθη παρουσία, στην οθωμανική επικράτεια, της Γερμανικής Στρατιωτικής Αποστολής υπό τον Στρατηγό Λίμαν Φον Σάντερς.
Σε επιστολή του προς τον καγκελάριο Φον Μπέτμανν-Χόλβεκ της 26/4/1913, ο Γερμανός Πρέσβυς στην Κωνσταντινούπολη, Βαρώνος Φον Βαγκενχάϊμ, παρατηρούσε τα εξής εύστοχα: «Η δύναμη η οποία ελέγχει τον Στρατό θα είναι πάντοτε η ισχυρότερη στην Τουρκία. Ουδεμία Κυβέρνηση εχθρική προς την Γερμανία θα είναι ικανή να κρατηθεί στην εξουσία, εάν ο Στρατός ελέγχεται από εμάς…».
Πράγματι, στο επίκεντρο της γερμανικής στρατηγικής ευρίσκετο η περιλάλητη «Εκατονταετής Ένοπλος Αδελφότης Γερμανίας-Τουρκίας» , σύμβολο της οποίας ήταν η από κοινού οχύρωση και υπεράσπιση των Στενών. «Το Γερμανικό Ράιχ μετέτρεψε την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε δορυφόρο του», παρατηρούσε την εποχή εκείνη η κορυφαία Γερμανίδα επαναστάτρια και συγγραφέας Ρόζα Λούξεμπουργκ. Οι Γερμανοί Στρατηγοί, μέλη των στρατιωτικών αποστολών στον Βόσπορο, ήσαν οι απόλυτοι κύριοι του Οσμανικού Κράτους. Γερμανοί προΐσταντο των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, του Γενικού Επιτελείου Στρατού, των μεγάλων στρατιωτικών σχηματισμών (εξ ου και η έντονη αντιγερμανική δυσφορία μερικών νεωτέρων αξιωματικών της κινήσεως των «Νεοτούρκων», όπως ο Μουσταφά Κεμάλ, που διαπνέονταν από αγγλόφιλα και γαλλόφιλα αισθήματα).
Γερμανικές εταιρείες εφοδίαζαν με τεράστιες ποσότητες πολεμικού υλικού τον «Μεγάλο Ασθενή επί του Βοσπόρου» – και οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν τον γερμανικό εξοπλισμό προς εξόντωσιν των χριστιανικών εθνοτήτων και μειονοτήτων, αρχής γενομένης από τους Αρμενίους. Πράγματι, τα θύματα των μεγάλων σφαγών των ετών 1895-96 ανήλθαν σε 200.000. Επ’ αυτού, ένας κορυφαίος αξιωματούχος του Γερμανικού Υπουργείου των Εξωτερικών έγραφε ότι «πιο πάνω από τους Αρμενίους, όσο και αν οικτίρουμε, από καθαρώς ανθρωπιστικής απόψεως, την μοίρα τους, τίθεται για μας η κάλυψη της νοτιοανατολικής πτέρυγος».
Εξ άλλου, με την γερμανική διείσδυση στην ευρύτερη Μέση Ανατολή συνδέεται η ανακάλυψη, στη σύγχρονη εποχή, και πολιτική εκμετάλλευση του Ισλάμ και η χρησιμοποίηση του «Τζιχάντ», του Ιερού Πολέμου των απανταχού Μουσουλμάνων εναντίον των «απίστων», ως όπλου κατά τον ανταγωνισμό ισχύος και επιρροής μιας σύγχρονης Ευρωπαϊκής Δυνάμεως εναντίον μιας άλλης. Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον, αλλ’ εν πολλοίς άγνωστο αυτό κεφάλαιο σημαίνοντα ρόλο διαδραμάτισε ο βαρώνος Μαξ φον Οππενχάιμ (1860-1946), γόνος της γνωστής πάμπλουτης εβραϊκής οικογενείας και εγγονός του Σολομώντος Οππενχάϊμ, που είχε λάβει τον τίτλο ευγενείας (Salomon von Oppenheim).
Επρόκειτο για έναν εκκεντρικό όσο και αινιγματικό άνθρωπο (στον οποίο μάλιστα μερικοί συγγραφείς χρεώνουν μίσος για την καταγωγή του), διάσημο κοσμοπολίτη της εποχής, «ανατολιστή» και παθιασμένο φίλο του Ισλαμικού Κόσμου, ερασιτέχνη αρχαιολόγο και διπλωμάτη, ο οποίος, εγκατεστημένος στο Κάϊρο (όπου ζούσε σαν πασάς, κατά το δημώδες), ανέπτυξε ένα εκτεταμένο δίκτυο αυτού που σήμερα θα ονομάζαμε ψυχολογικές επιχειρήσεις, επικοινωνιακό πόλεμο και ανορθόδοξο πόλεμο, ενώ δεν εφείσθη κόπων και ενεργειών, προκειμένου να πείσει τον Κάϊζερ και το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών για δύο τινά:
- πρώτον, για την ανεκτίμητη σημασία της μόνιμης, διαρκούς και πολυδιάστατης συμμαχίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και, δεύτερον, για το τεράστιο δυναμικό που εμπεριείχε το Ισλάμ ως όπλο εναντίον της Μ. Βρεττανίας (αλλά και της Γαλλίας και της Ρωσσίας) – δυναμικό το οποίο, κατά την κρίση του, έπρεπε οπωσδήποτε να εκμεταλλευθεί εις το έπακρον το Γερμανικό Ράϊχ.
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι σύγχρονοι ιστορικοί, Αγγλοσάξονες και Γερμανοί (Sean McMeekin, Wolfgang Schwanitz κτλ.) εστιάζουν στον πολυσήμαντο ρόλο που διαδραμάτισε, επί μισόν αιώνα και πλέον, ο ιδιόρρυθμος όσον και μυστηριώδης βαρώνος, φθάνουν δε στο σημείο να τον θεωρούν ως τον «εφευρέτη» του σημερινού ισλαμιστικού Τζιχάντ.
Ακολουθώντας τις διαρκείς και επίμονες εκκλήσεις του Οππενχάϊμ, το Βερολίνο οργάνωσε πλειάδα μυστικών ειδικών αποστολών σε ολόκληρη την Εγγύς και Μέση Ανατολή, καθ’ όλην την διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, από το Σουδάν μέχρι την Αραβική Χερσόνησο, την Μεσοποταμία, την Περσία και το Αφγανιστάν, με σκοπό την πρόκληση μαζικών εξεγέρσεων των μουσουλμανικών φυλών και την αποσταθεροποίηση της δυτικής (βρεττανικής και γαλλικής) αποικιακής κυριαρχίας στην περιοχή.
Η μελέτη των γερμανικών ιστορικών αρχείων δύναται να καταπλήξει τον ερευνητή με την περιπετειώδη δράση των αποστολών, φέρ’ ειπείν, του Βίλχελμ Βάσσμους στην Περσία, του Λέο Φρομπένιους στην Ερυθρά Θάλασσα ή του θρυλικού σχεδόν Όσκαρ φον Νίντερμαγιερ στο Αφγανιστάν. Για να καταλάβει ο ανυποψίαστος αναγνώστης για ποιας εκτάσεως και εμβελείας «άγνωστο πόλεμο» ομιλούμε, αρκεί να λεχθεί ότι, εάν είχαν κερδίσει οι Γερμανοί (και οι Οθωμανοί σύμμαχοί τους), τότε τα ονόματα των προαναφερθέντων ανδρών θα ήσαν σήμερα τόσο γνωστά ευρέως όσο εκείνο του «Λώρενς της Αραβίας», ο οποίος διεξήγαγε αντίστοιχη αποστολή για λογαριασμό του Βρεττανικού Γενικού Επιτελείου.
Σε ένα σημείο, εν τούτοις, έπασχε η δαιμόνια σύλληψη του Οππενχάϊμ: οι Άραβες και Πέρσες μουσουλμάνοι ουδόλως ταυτίζονταν συναισθηματικά και ψυχολογικά με τους Οθωμανούς Τούρκους. Και αυτό ακριβώς το σημείο εκμεταλλεύθηκε ευφυώς ο Βρεττανός πράκτωρ Ε.Τ. Λώρενς, για να ακυρώσει την γερμανική σχεδίαση περί Μέσης Ανατολής.