Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Ο ΠΑΝΑΘΛΙΟΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ ΚΑΙ Η ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ






 ΕΠΙ ΑΣΠΑΛΑΘΩΝ

"Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού πάλι με την άνοιξη.

Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθο δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια και τους κίτρινους ανθούς.

Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη ...

Γαλήνη.

- Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;

Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ' αυλάκια·

τ' όνομα του κίτρινου θάμνου δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.

Το βράδυ βρήκα την περικοπή:

«Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει

«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».

Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος".

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ


Είναι το τελευταίο ποίημα του Σεφέρη που γράφτηκε επί δικτατορίας και δημοσιεύτηκε στο Βήμα (23-9-71) τρεις μέρες μετά το θάνατό του επίσης επί δικτατορίας.



Η ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΑ ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΩΝ ΤΥΡΑΝΝΩΝ
από τον ΠΛΑΤΩΝΑ

“Αν κάποιοι, λ.χ., έγιναν η αιτία για το θάνατο πολλών ανθρώπων, είτε επειδή πρόδωσαν πολιτείες ή στρατόπεδα είτε πάλι επειδή είχαν ρίξει ανθρώπους στη σκλαβιά ή ήσαν συνένοχοι για κάποια άλλη δυστυχία, για όλα αυτά, έλεγε, πλήρωναν με δεκαπλάσια οδύνη το κάθε τους κρίμα, κι από την άλλη, αν είχαν κάνει κάποιες καλοσύνες κι είχαν φανεί δίκαιοι και γεμάτοι σεβασμό απέναντι στους θεούς, έπαιρναν με την ίδια αναλογία την ανταμοιβή τους. Έλεγε επίσης κάτι άλλα για όσους πέθαναν μόλις γεννήθηκαν και για όσους έζησαν λίγο, αλλά δεν αξίζει να αναφερθούμε σ' αυτά. Και για την ασέβεια ή το σεβασμό απέναντι στους θεούς και τους γονείς καθώς και για όσους σκότωσαν με τα ίδια τους τα χέρια οι αντίστοιχες πληρωμές, έλεγε, είναι ακόμη πιο μεγάλες.

Έλεγε μάλιστα πως μπροστά του κάποιος ρωτούσε κάποιον άλλο πού ήταν ο πολύς Αρδιαίος. Ο Αρδιαίος αυτός υπήρξε τύραννος σε μια πόλη της Παμφυλίας, πάνε χίλια χρόνια από τότε· είχε σκοτώσει τον γέροντα πατέρα του και τον μεγαλύτερο αδελφό του κι είχε διαπράξει, όπως έλεγαν, και άλλα πολλά ανοσιουργήματα. Είπε λοιπόν ότι ο άνθρωπος που ρωτήθηκε απάντησε πως «Δεν έχει έλθει ο Αρδιαίος κι ούτε πρόκειται να έλθει. Γιατί πραγματικά ήταν κι αυτό ένα από τα φοβερά πράγματα που είδαμε. Εκεί που είμαστε κοντά στο στόμιο έτοιμοι να βγούμε απάνω, και τα παθήματα μας όλα είχαν πάρει τέλος, τον είδαμε ξαφνικά αυτόν και μερικούς άλλους που οι περισσότεροί τους υπήρξαν τύραννοι· ήσαν επίσης μαζί τους και ορισμένοι ιδιώτες, από αυτούς που είχαν διαπράξει μεγάλα ανομήματα. Φαντάζονταν ότι θα ανέβαιναν πια κι αυτοί, το στόμιο όμως δεν τους δεχόταν αλλά μούγκριζε κάθε φορά που κάποιος από 'κείνους τους έτσι αθεράπευτα αχρείους ή από όσους δεν είχαν τιμωρηθεί αρκούντως για τα κρίματά τους επιχειρούσε να βγει επάνω. Εκεί πια, είπε, άνδρες αγριωποί που φάνταζαν σαν γλώσσες φωτιάς και στέκονταν πλάι στο άνοιγμα, ακούγοντας το μουγκρητό, άλλους μεν τους έπιαναν και τους τραβούσαν, τον Αρδιαίο όμως και μερικούς άλλους, αφού τους έδεσαν χειροπόδαρα, μαζί και το κεφάλι, τους έβαλαν κατάχαμα και τους έγδαραν, έπειτα τους τράβηξαν έξω από το δρόμο, στο πλάι, σέρνοντάς τους απάνω σε ασπαλάθους, κι εξηγούσαν κάθε φορά στους περαστικούς γιατί το έκαναν αυτό και ότι τους πήγαιναν να τους ρίξουν στον Τάρταρο». 

Κι από τους πολλούς και κάθε λογής φόβους που 'χαν δοκιμάσει, ο μεγαλύτερος, είπε, ήταν μήπως κι ακουγόταν εκείνο το μουγκρητό την ώρα που καθένας τους θα προσπαθούσε να βγει, κι ήταν μεγάλη η χαρά να 'ναι το μουγκρητό σταματημένο καθώς θα ανέβαιναν επάνω. Αυτές περίπου, είπε, ήσαν οι ποινές και οι τιμωρίες, κι οι ανταμοιβές πάλι ανάλογες”.

ΠΛΑΤΩΝ
Πολιτεία 615