Παραβίαση σε όλα τα επίπεδα των ατομικών, πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα διαπιστώνει η Έκθεση της Διεθνούς Ομοσπονδίας για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (FIDH) και την οργάνωση μέλος Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕλΕΔΑ) στην έκθεση που δημοσιεύεται με θέμα «Υποβαθμίζοντας τα Δικαιώματα- Το Κόστος της Λιτότητας στην Ελλάδα».
«Από το 2009, που η οικονομική κρίση χτύπησε την Ελλάδα και υιοθετήθηκαν τα μέτρα λιτότητας τα οποία θα έσωζαν τη χώρα από την οικονομική κατάρρευση, τα ανθρώπινα δικαιώματα τέθηκαν υπό αμφισβήτηση και παραβιάστηκαν, και η δημοκρατία έχει γίνει πιο φτωχή» υποστηρίζεται στην έκθεση.
Ευθύνες για τις παραβιάσεις που προέκυψαν από τα προγράμματα λιτότητας αποδίδονται στο ελληνικό κράτος αλλά και στην τρόικα που, όπως αναφέρει η έκθεση «λειτούργησε ως ένα παραπέτασμα καπνού, προστατεύοντας για μεγάλο χρονικό διάστημα τα μέρη που το απάρτισαν από την ευθύνη για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ωστόσο, η τρόικα δεν είναι ένα κενό κέλυφος. Αποτελείται από διεθνείς οργανισμούς και μέσω αυτών από τα κράτη-μέλη τους: όλα και όλοι είναι επιφορτισμένοι με συγκεκριμένες υποχρεώσεις έναντι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Στην έκθεση «απεικονίζεται μια χώρα στην οποία τα δικαιώματα βάλλονται ανοιχτά. Αυτό γίνεται αισθητό όχι μόνο σε τομείς όπως η εργασία και η υγεία, στους οποίους το κράτος επέβαλε μέτρα λιτότητας που είχαν αρνητικές επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά είναι ορατό και στην περιστολή των θεμελιωδών ελευθεριών, όπως η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης ή το δικαίωμα της έκφρασης τής διαφωνίας μέσω μιας ειρηνικής δημόσιας διαδήλωσης».
Όπως υπογραμμίζεται, «όσον αφορά τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα, οι πολιτικές λιτότητας δεν κατάφεραν να ικανοποιήσουν τις προϋποθέσεις που θέτει το Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα του ΟΗΕ σε σχέση με τα περιοριστικά μέτρα».
Ατομικά και πολιτικά δικαιώματα
Αναφορικά με τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, «οι περιορισμοί σε θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες, οι οποίοι τεκμηριώνονται στην παρούσα έκθεση, δεν εκπληρώνουν τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες το πεδίο άσκησης των δικαιωμάτων αυτών μπορεί κατ’ εξαίρεση να περιοριστεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο».
Η έκθεση επισημαίνει, επίσης, «σοβαρές παραβάσεις των βασικών αρχών της δημοκρατικής συμμετοχής και του δημοκρατικού ελέγχου, παραβάσεις οι οποίες συντελέστηκαν με τις πολιτικές και τα μέτρα που εκπονήθηκαν κατά της κρίσης, και υλοποιήθηκαν περιφρονώντας κατάφωρα τις κανονικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων».
«Ο τρόπος με τον οποίο υιοθετήθηκαν και εφαρμόστηκαν οι ασκούμενες πολιτικές δεν σεβάστηκαν, από τη σκοπιά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα διεθνή πρότυπα, ακόμα και υπό το φως των εξαιρετικών περιστάσεων που χαρακτηρίζουν τη χρηματοπιστωτική κρίση».
Η λιτότητα εν είναι ο μοναδικός υπεύθυνος
Όπως αναφέρεται, «η έρευνα στην οποία βασίζεται η παρούσα έκθεση διαπιστώνει ότι η οικονομική κρίση και τα μέτρα λιτότητας που τη συνόδευαν δεν μπορούν να θεωρηθούν ο μοναδικός υπεύθυνος της σημερινής κατάστασης. Ωστόσο, είναι φανερό ότι η κρίση και η λιτότητα έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επιδείνωση των προϋπαρχόντων προβλημάτων στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Η έκθεση χαρακτηρίζει εσφαλμένο τον συλλογισμό που παρουσιάζουν «όσοι συνέβαλαν στην εκπόνηση σχεδίων αντιμετώπισης της κρίσης ότι, υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο τρόπος αντιμετώπισης που επιλέχθηκε τελικά ήταν ο μόνος εφικτός δρόμος προς τα μπρος και ότι οποιαδήποτε αρνητική συνέπεια στα ανθρώπινα δικαιώματα ήταν αναπόφευκτη, και επομένως δικαιολογημένη».
Έκκληση να εξεταστούν οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Η FIDH, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στην Ελλάδα, απευθύνει έκκληση προς την Ελλάδα, την Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδιαιτέρως τα κράτη-μέλη της να εξετάσουν από κοινού τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις συναφείς ευθύνες που παρουσιάζονται στην έκθεση, και τους προτρέπει «να δράσουν προληπτικά για την αποτροπή παρόμοιων παραβιάσεων σε άλλες χώρες που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση», προτείνοντας, μεταξύ άλλων, αυτό να γίνει «διασφαλίζοντας την έναρξη ενός πανευρωπαϊκού ουσιαστικού διαλόγου».